απόσπασμα [ἀπόσπασμα] α-πό-σπα-σμα ουσ. (ουδ.) 1. (+ από/+ γεν.) τμήμα, μέρος συνόλου (συνήθ. γραπτού ή προφορικού κειμένου ή έργου τέχνης): ~ από το βιβλίο/τα πρακτικά. ~ ληξιαρχικής πράξης/ποινικού μητρώου. Κινηματογραφικό/μουσικό ~. Εκτενή/επιλεγμένα/ηχητικά ~ατα. ~ατα λογοτεχνικών έργων. Πβ. παράθεμα, κομμάτι. Βλ. εδάφιο, περικοπή, χωρίο.2. ΣΤΡΑΤ. τμήμα στρατιωτικών ή αστυνομικών που συγκροτείται προσωρινά, για να εκτελέσει ειδική υπηρεσία: καταδιωκτικό ~. ● αποσπάσματα (τα): ΦΙΛΟΛ. σωζόμενα τμήματα από χαμένα έργα αρχαίων συγγραφέων: Τα ~ των προσωκρατικών. ● ΣΥΜΠΛ.: εκτελεστικό απόσπασμα (παλαιότ.): στρατιωτικό άγημα που είχε ως αποστολή να εκτελεί όσους είχαν καταδικαστεί σε θάνατο., τιμητικό άγημα/απόσπασμα βλ. άγημα ● ΦΡ.: (στήνω/στέλνω κάποιον/κάτι) στο απόσπασμα1. (μτφ.) καταπατώ, υποβαθμίζω: Τα ανθρώπινα δικαιώματα/οι ελευθερίες στήνονται ~ ~.2. (παλαιότ.) καταδικάζω κάποιον σε θάνατο: Το στρατοδικείο τον έστειλε ~ ~. [< 1: αρχ. ἀπόσπασμα, γαλλ. fragment, extrait 2: γαλλ. détachement]
αποσπασματικός , ή, ό [ἀποσπασματικός] α-πο-σπα-σμα-τι-κός επίθ.: που δεν έχει ολοκληρωμένη μορφή, που γίνεται τμηματικά ή παραδίδεται σε αποσπάσματα: ~ός: τρόπος αντιμετώπισης του προβλήματος/χαρακτήρας (του νομοσχεδίου). ~ή: ανάγνωση. ~ό: υλικό. ~ές: ενέργειες/κινήσεις/λύσεις (= εμβαλωματικές)/μαρτυρίες/παρεμβάσεις/πληροφορίες. ~ά: κείμενα (: όχι ολόκληρα)/μέτρα (: πρόχειρα, που δεν είναι πλήρη).|| ~ή: γραφή (: χωρίς αλληλουχία των επιμέρους στοιχείων). Λόγος ελλειπτικός και ~. Πβ. ατελής, κομματιαστός, μερικός. ΑΝΤ. συνολικός ● επίρρ.: αποσπασματικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] [< γαλλ. fragmentaire, γερμ. fragmentarisch, αγγλ. fragmentary]
αποσπασματικότητα [ἀποσπασματικότητα] α-πο-σπα-σμα-τι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): το γνώρισμα του αποσπασματικού: ~ της αφήγησης/των γνώσεων/των πηγών. Προχειρότητα και ~ στον σχεδιασμό ενός έργου. Πβ. μερικότητα. Βλ. -ότητα.[< γαλλ. fragmentarité]
άγημα
άγημα [ἄγημα] ά-γη-μα ουσ. (ουδ.) {αγήμ-ατος | -ατα, -άτων}: ΣΤΡΑΤ. στρατιωτική κυρ. ομάδα επιλέκτων με ειδική υπηρεσία ή αποστολή: αποβατικό/ειρηνευτικό/ναυτικό/πολεμικό ~. ~ της Αστυνομίας/πεζοναυτών/της Πολεμικής Αεροπορίας/του Πολεμικού Ναυτικού/της Προεδρικής Φρουράς/προσκόπων/πυροσβεστών/(έπαρσης-υποστολής) σημαίας. Στρατιωτικό ~ απέδωσε τιμές. Τα ~ατα παρατάχθηκαν/παρουσίασαν όπλα. Βλ. αερ~. ● ΣΥΜΠΛ.: τιμητικό άγημα/απόσπασμα: που παρίσταται σε διάφορες εκδηλώσεις, συνήθ. για απόδοση τιμών: ~ ~ ευζώνων/στρατιωτικών. ~ ~ συνόδευε τη θαυματουργή εικόνα της Θεοτόκου. Το ~ ~ προέβη σε ρίψη πυροβολισμών. Επιθεώρηση/παρέλαση ~ού ~ατος. [< γαλλ. garde d'honneur] [< αρχ. ἄγημα]
εδάφιο
εδάφιο [ἐδάφιο] ε-δά-φι-ο ουσ. (ουδ.) {εδαφί-ου} (λόγ.): μικρό μέρος, απόσπασμα κυρ. θρησκευτικών ή νομικών κειμένων, συνήθ. αριθμημένο: ~α (= χωρία) της Αγίας Γραφής. Πβ. περικοπή.|| Το πρώτο/τελευταίο ~ του άρθρου/του κανονισµού/του νόμου/της παραγράφου (πβ. υποπαράγραφος). Κατ' εφαρµογή του ~ου ... [< μτγν. ἐδάφιον ‘υπόβαθρο, ιερό κείμενο’]
-ότητα
-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη).2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.