Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 3 εγγραφές  [0-3]


  • απόσπασμα [ἀπόσπασμα] α-πό-σπα-σμα ουσ. (ουδ.) 1. (+ από/+ γεν.) τμήμα, μέρος συνόλου (συνήθ. γραπτού ή προφορικού κειμένου ή έργου τέχνης): ~ από το βιβλίο/τα πρακτικά. ~ ληξιαρχικής πράξης/ποινικού μητρώου. Κινηματογραφικό/μουσικό ~. Εκτενή/επιλεγμένα/ηχητικά ~ατα. ~ατα λογοτεχνικών έργων. Πβ. παράθεμα, κομμάτι. Βλ. εδάφιο, περικοπή, χωρίο. 2. ΣΤΡΑΤ. τμήμα στρατιωτικών ή αστυνομικών που συγκροτείται προσωρινά, για να εκτελέσει ειδική υπηρεσία: καταδιωκτικό ~.αποσπάσματα (τα): ΦΙΛΟΛ. σωζόμενα τμήματα από χαμένα έργα αρχαίων συγγραφέων: Τα ~ των προσωκρατικών. ● ΣΥΜΠΛ.: εκτελεστικό απόσπασμα (παλαιότ.): στρατιωτικό άγημα που είχε ως αποστολή να εκτελεί όσους είχαν καταδικαστεί σε θάνατο., τιμητικό άγημα/απόσπασμα βλ. άγημα ● ΦΡ.: (στήνω/στέλνω κάποιον/κάτι) στο απόσπασμα 1. (μτφ.) καταπατώ, υποβαθμίζω: Τα ανθρώπινα δικαιώματα/οι ελευθερίες στήνονται ~ ~. 2. (παλαιότ.) καταδικάζω κάποιον σε θάνατο: Το στρατοδικείο τον έστειλε ~ ~. [< 1: αρχ. ἀπόσπασμα, γαλλ. fragment, extrait 2: γαλλ. détachement]
  • αποσπασματικός , ή, ό [ἀποσπασματικός] α-πο-σπα-σμα-τι-κός επίθ.: που δεν έχει ολοκληρωμένη μορφή, που γίνεται τμηματικά ή παραδίδεται σε αποσπάσματα: ~ός: τρόπος αντιμετώπισης του προβλήματος/χαρακτήρας (του νομοσχεδίου). ~ή: ανάγνωση. ~ό: υλικό. ~ές: ενέργειες/κινήσεις/λύσεις (= εμβαλωματικές)/μαρτυρίες/παρεμβάσεις/πληροφορίες. ~ά: κείμενα (: όχι ολόκληρα)/μέτρα (: πρόχειρα, που δεν είναι πλήρη).|| ~ή: γραφή (: χωρίς αλληλουχία των επιμέρους στοιχείων). Λόγος ελλειπτικός και ~. Πβ. ατελής, κομματιαστός, μερικός. ΑΝΤ. συνολικός ● επίρρ.: αποσπασματικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] [< γαλλ. fragmentaire, γερμ. fragmentarisch, αγγλ. fragmentary]
  • αποσπασματικότητα [ἀποσπασματικότητα] α-πο-σπα-σμα-τι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): το γνώρισμα του αποσπασματικού: ~ της αφήγησης/των γνώσεων/των πηγών. Προχειρότητα και ~ στον σχεδιασμό ενός έργου. Πβ. μερικότητα. Βλ. -ότητα. [< γαλλ. fragmentarité]

άγημα

άγημα [ἄγημα] ά-γη-μα ουσ. (ουδ.) {αγήμ-ατος | -ατα, -άτων}: ΣΤΡΑΤ. στρατιωτική κυρ. ομάδα επιλέκτων με ειδική υπηρεσία ή αποστολή: αποβατικό/ειρηνευτικό/ναυτικό/πολεμικό ~. ~ της Αστυνομίας/πεζοναυτών/της Πολεμικής Αεροπορίας/του Πολεμικού Ναυτικού/της Προεδρικής Φρουράς/προσκόπων/πυροσβεστών/(έπαρσης-υποστολής) σημαίας. Στρατιωτικό ~ απέδωσε τιμές. Τα ~ατα παρατάχθηκαν/παρουσίασαν όπλα. Βλ. αερ~. ● ΣΥΜΠΛ.: τιμητικό άγημα/απόσπασμα: που παρίσταται σε διάφορες εκδηλώσεις, συνήθ. για απόδοση τιμών: ~ ~ ευζώνων/στρατιωτικών. ~ ~ συνόδευε τη θαυματουργή εικόνα της Θεοτόκου. Το ~ ~ προέβη σε ρίψη πυροβολισμών. Επιθεώρηση/παρέλαση ~ού ~ατος. [< γαλλ. garde d'honneur] [< αρχ. ἄγημα]

εδάφιο

εδάφιο [ἐδάφιο] ε-δά-φι-ο ουσ. (ουδ.) {εδαφί-ου} (λόγ.): μικρό μέρος, απόσπασμα κυρ. θρησκευτικών ή νομικών κειμένων, συνήθ. αριθμημένο: ~α (= χωρία) της Αγίας Γραφής. Πβ. περικοπή.|| Το πρώτο/τελευταίο ~ του άρθρου/του κανονισµού/του νόμου/της παραγράφου (πβ. υποπαράγραφος). Κατ' εφαρµογή του ~ου ... [< μτγν. ἐδάφιον ‘υπόβαθρο, ιερό κείμενο’]

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.