απών , ούσα, όν [ἀπών] α-πών επίθ. {απ-όντος (θηλ. -ούσης), -όντα | -όντες (ουδ. -όντα), -όντων} (+ από/+ σε) (λόγ.): που απουσιάζει από έναν τόπο, μια δραστηριότητα ή μια σημαντική στιγμή: ~όντες: μαθητές. Είναι αδικαιολόγητα/δικαιολογημένα ~ από τη δουλειά/το σχολείο/την υπηρεσία.|| Είναι ~ από τις εξελίξεις (πβ. αμέτοχος). Ήταν ~ούσες από/σε όλες τις κινητοποιήσεις. Όποτε τον χρειάστηκα, ήταν ~ (= έλειπε). Οριστικά ~ από το ντέρμπι ο ... (: τελικά δεν θα συμμετάσχει).|| Είναι πνευματικά ~ (= αφηρημένος).|| (ως ουσ.) Πολλοί ήταν οι ~όντες από τη συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου.|| ~!, ~ούσα! (ως απάντηση σε προφορική πρόσκληση από ονομαστικό κατάλογο). ΑΝΤ. παρών (1) ● ΦΡ.: δηλώνω απών: δεν συμμετέχω ή αρνούμαι να λάβω μέρος σε κάτι: Την τελευταία στιγμή ~σε ~ από το παιχνίδι., ο μεγάλος απών: σημαντικό πρόσωπο που απουσιάζει κυρ. από εκδήλωση ή αθλητικό γεγονός: ~ ~ από τη συζήτηση/τη σύνοδο κορυφής. ~ ~ της βραδιάς, ο αείμνηστος ...|| (μτφ.-συχνά ειρων.) Περιβαλλοντική πολιτική: η ~η ~ούσα. [< αρχ. ἀπών, γαλλ. absent]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.