Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • απών , ούσα, όν [ἀπών] α-πών επίθ. {απ-όντος (θηλ. -ούσης), -όντα | -όντες (ουδ. -όντα), -όντων} (+ από/+ σε) (λόγ.): που απουσιάζει από έναν τόπο, μια δραστηριότητα ή μια σημαντική στιγμή: ~όντες: μαθητές. Είναι αδικαιολόγητα/δικαιολογημένα ~ από τη δουλειά/το σχολείο/την υπηρεσία.|| Είναι ~ από τις εξελίξεις (πβ. αμέτοχος). Ήταν ~ούσες από/σε όλες τις κινητοποιήσεις. Όποτε τον χρειάστηκα, ήταν ~ (= έλειπε). Οριστικά ~ από το ντέρμπι ο ... (: τελικά δεν θα συμμετάσχει).|| Είναι πνευματικά ~ (= αφηρημένος).|| (ως ουσ.) Πολλοί ήταν οι ~όντες από τη συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου.|| ~!, ~ούσα! (ως απάντηση σε προφορική πρόσκληση από ονομαστικό κατάλογο). ΑΝΤ. παρών (1) ● ΦΡ.: δηλώνω απών: δεν συμμετέχω ή αρνούμαι να λάβω μέρος σε κάτι: Την τελευταία στιγμή ~σε ~ από το παιχνίδι., ο μεγάλος απών: σημαντικό πρόσωπο που απουσιάζει κυρ. από εκδήλωση ή αθλητικό γεγονός: ~ ~ από τη συζήτηση/τη σύνοδο κορυφής. ~ ~ της βραδιάς, ο αείμνηστος ...|| (μτφ.-συχνά ειρων.) Περιβαλλοντική πολιτική: η ~η ~ούσα. [< αρχ. ἀπών, γαλλ. absent]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.