Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αράδα [ἀράδα] α-ρά-δα ουσ. (θηλ.) (λαϊκό) 1. γραμμή κυρ. κειμένου· σειρά: Σε κάθε ~. Στην αρχή/στο τέλος της ~ας ... Μερικές ~ες πιο κάτω ... Διάβασέ το προσεκτικά, ~ ~ (= λέξη προς λέξη, φράση προς φράση).|| (σε επεξεργαστή κειμένου) Το διάστημα/κενό μεταξύ των ~ων (= διάστιχο).|| (μτφ.) Δεν χρειάζεται να προσθέσω ούτε μια ~ (= τίποτα) σε όσα είπες. Έχουν γραφτεί ~ες και ~ες/χιλιάδες ~ες/~ες επί ~ων (= πάρα πολλά) για ... Πώς να εκφράσω μέσα σε λίγες ~ες αυτό που νιώθω; 2. ευθυγραμμισμένη κυρ. σειρά: Έβαλε τα παιδιά στην ~ (= γραμμή). Πβ. παράταξη, στοίχος. 3. (ως επίρρ.) διαρκώς, συνεχώς: Μου λες ψέματα ~. ● ΦΡ.: αν είσαι και παπάς, με την αράδα σου θα πας (παροιμ.): για την τήρηση της σειράς προτεραιότητας, ανεξάρτητα από την ιδιότητα κάποιου και γενικότ. για την αποφυγή διακρίσεων., στην αράδα & με την αράδα: στη σειρά και συνήθ. χωρίς διάκριση: Πήρε τα σπίτια ~ ~ (πβ. παίρνω σβάρνα). Όλοι με την ~., διαβάζω ανάμεσα στις/πίσω (/κάτω/μέσα) από τις γραμμές (/αράδες) βλ. γραμμή, της σειράς βλ. σειρά [< μεσν. αράδα]

γραμμή

γραμμή γραμ-μή ουσ. (θηλ.) 1. το σύνολο των διαδοχικών θέσεων ενός σημείου που κινείται στον χώρο, συνεχές και συνήθ. μακρόστενο ίχνος ή όριο (ορατό ή νοητό): (ΓΕΩΜ.) διαγώνια/διακεκομμένη/διπλή/ευθεία (βλ. ευθυγραμμία)/κάθετη/καμπύλη/κατακόρυφη/μονή/οριζόντια/τεθλασμένη ~. Ισοϋψείς/παράλληλες ~ές. Σημείο τομής δύο ~ών. Τραβώ/χαράσσω μια ~.|| Η ~ του αιγιαλού/ισημερινού/ορίζοντα/των συνόρων. Οριοθετική ~.|| (ΑΘΛ.) ~ εκκίνησης/τερματισμού. Η μπάλα πέρασε τη ~ (του) τέρματος.|| Οι ~ές του πενταγράμμου/τετραδίου. Διάστημα μεταξύ δύο ~ών (= διάστιχο). Έγραψα πέντε ~ές (= αράδες). Έλεγξα το κείμενο ~ προς ~. Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές (: αυτά τα λόγια). || ~ κορμού. Οι ~ές του τραμ/του τρένου (= ράγες).|| Οι ~ές του προσώπου (βλ. ρυτίδες)/χεριού. Η ~ της ζωής/καρδιάς/τύχης (βλ. χειρομαντεία).|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ διευθύνσεων/εντολών/εργαλείων/εργασιών/σάρωσης. (ΤΕΧΝΟΛ.) Εκτυπωτές ~ής.|| (ΝΑΥΤ.) ~ φορτώσεως (: καθορίζει τη μέγιστη επιτρεπόμενη βύθιση του πλοίου). 2. (ειδικότ.) το περίγραμμα αντικειμένου ή σώματος· σχήμα, φόρμα: οι ~ές του αυτοκινήτου/βουνού/κτιρίου/τοπίου. Αδρές/έντονες/λεπτές ~ές προσώπου (= χαρακτηριστικά). Έχει ωραίες ~ές (: είναι καλλίγραμμη. ΣΥΝ. σιλουέτα).|| Αρμονία των ~ών. Ρούχο σε ίσια/σπορ/στενή/φαρδιά ~. Σαλόνι σε μοντέρνα/κλασική ~. Η σύγχρονη αισθητική επιβάλλει απλές/καθαρές/λιτές ~ές. 3. πραγματικό ή νοητό μέσο σύνδεσης, μεταφοράς και η αντίστοιχη υπηρεσία: (ΤΗΛΕΠ.) επίγεια/υποθαλάσσια ~. Απευθείας/δεύτερη ~. ~ές τηλεφώνου. ~ ίντερνετ/μετάδοσης (: δεδομένων, σημάτων). Αναβάθμιση/αριθμός/ενεργοποίηση/ενισχυτής/κατάργηση/παροχή ~ής. Οι ~ές είναι εκτός λειτουργίας. Η ~ είναι κατειλημμένη (: το τηλέφωνο μιλάει).|| (ΗΛΕΚΤΡ.) ~ ηλεκτρικού ρεύματος. ~ές υψηλής τάσης.|| Εμπορική/επιδοτούμενη/λεωφορειακή/ταχυδρομική/υπέργεια/υπόγεια ~. Η ~ του Ηλεκτρικού/μετρό. Ανακαίνιση/επέκταση/οι σταθμοί (της) ~ής. ~ές πλοίων/ακτοπλοϊκές ~ές. Αστικές ~ές ΚΤΕΛ. ~ές εξωτερικού/εσωτερικού. Οχηματαγωγά δρομολογημένα στη ~ των Κυκλάδων/σε τακτική ~. Ταξίδεψε με το αεροπλάνο/λεωφορείο/πλοίο της ~ής. Άλλαξα ~ και προορισμό. 4. (μτφ.) γενική κατεύθυνση, πορεία ή οδηγία που πρέπει να ακολουθηθεί, ώστε να επιτευχθεί ορισμένος στόχος: ενιαία/ιδεολογική/κατευθυντήρια/κομματική/πολιτική ~. Καθορίζει τη ~ της εφημερίδας/κυβέρνησης. Κράτησε την ίδια ~. Την τελευταία στιγμή άλλαξε ~. Η ~ δράσης στοχεύει στην οικονομική ανάπτυξη. Επικράτησε η ~ των μετριοπαθών. Δόθηκε/έπεσε ~ να καταψηφιστεί η υποψηφιότητά του. Πβ. ντιρεκτίβα. 5. ευθυγραμμισμένη σειρά ή διάταξη προσώπων, πραγμάτων, στοιχείων: οχυρωματική ~. ~ βολής/διαδοχής/κρούσης/μάχης/προέλασης. Οι ~ές άμυνας του εχθρού. Βάζω κάποιον/κάτι στη ~.|| Λεωφόροι με ~ές δέντρων (= δεντροστοιχίες). Τα στοιχεία ενός πίνακα οργανώνονται σε ~ές και στήλες (: οριζοντίως και καθέτως).|| (μτφ.) Προσχώρησε στις ~ές του κόμματος/της οργάνωσης.|| Χρονική ~ γεγονότων (πβ. διαδοχή). 6. (ως επίρρ.) κατευθείαν, χωρίς ενδιάμεσες στάσεις ή στη σειρά: Έφυγε/τράβηξε ~ για το γραφείο. ● Υποκ.: γραμμούλα (η): στη σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: άγονη γραμμή: ακτοπλοϊκή (ή σπανιότ. συγκοινωνιακή) γραμμή με μικρή επιβατική κίνηση και συνεκδ. τα νησιά που εξυπηρετούνται από αυτή ή ο αντίστοιχος γεωγραφικός χώρος: τα δρομολόγια της ~ης ~ής. Το πλοίο εξυπηρετεί/καλύπτει την ~ ~., αεροπορική γραμμή {συνηθέστ. στον πληθ.}: αερογραμμή., ανοιχτή γραμμή (επικοινωνίας): που επιτρέπει την απευθείας πληροφόρηση ή συνεννόηση: Λειτουργεί ~ ~ βοήθειας/εξυπηρέτησης/(υπο)στήριξης (: για τηλεφωνική υπηρεσία). ~ ~ επικοινωνίας μεταξύ των αρμόδιων υπουργείων. Βρισκόμαστε σε ~ ~ με τον πρωθυπουργό για ... [< αγγλ. open line] , άσπρη/λευκή γραμμή 1. λωρίδα στο οδόστρωμα που διαχωρίζει τα ρεύματα κυκλοφορίας. 2. ΑΝΑΤ. ινώδης περιοχή της κοιλιακής χώρας κάτω από τον ομφαλό και μέχρι το τριχωτό του εφηβαίου που σχηματίζεται από τις προσφύσεις των πλάγιων κοιλιακών μυών., γραμμές (του) τέρματος: ΑΘΛ. (κυρ. στο ποδόσφαιρο) οι δύο μικρότερες γραμμές (πλάτους) των εξωτερικών ορίων αγωνιστικού χώρου. Βλ. πλάγια γραμμή., γραμμή επαφής (με αιώρηση αλυσοειδούς): ΤΕΧΝΟΛ. σύστημα για την τροφοδοσία τρένων, τρόλεϊ και τραμ με ηλεκτρικό ρεύμα, το οποίο αποτελείται από τους αγωγούς επαφής, τα φέροντα καλώδια, τους αναρτήρες και όλα τα εξαρτήματα που τοποθετούνται μεταξύ των αγωγών και των μονωτήρων. Βλ. αλυσοειδής (ανάρτηση)., γραμμή μεταφοράς 1. ΤΕΧΝΟΛ. σύνολο αγωγών ή καλωδίων για τη μεταφορά ενέργειας ή σήματος: εναέρια ~ ~ ρεύματος μέσης/υψηλής τάσης. 2. υπηρεσία που εξυπηρετεί τις μετακινήσεις: ~ ~ εμπορευμάτων/επιβατών. [< αγγλ. transmission line] , γραμμή παραγωγής ΟΙΚΟΝ. 1. σύστημα με συγχρονισμένες λειτουργίες που χρησιμοποιείται σε παραγωγική μονάδα: αυτοματοποιημένη/ολοκληρωμένη ~ ~. Πβ. αλυσίδα παραγωγής. 2. & γραμμή προϊόντος: ομάδα προϊόντων που ανήκουν στο ίδιο είδος. [< αγγλ. production line, 1935] , γραμμή συναρμολόγησης: σύστημα με συγχρονισμένες λειτουργίες που χρησιμοποιείται σε βιομηχανική μονάδα, όπου μηχανές και εξαρτήματα τοποθετούνται στη σειρά για τη συναρμολόγηση του τελικού προϊόντος: κινούμενη ~ ~. ~ ~ αυτοκινήτων/κινητήρων. [< αγγλ. assembly line] , διαχωριστική γραμμή: οτιδήποτε διαχωρίζει· όριο: φυσική ~ ~. Παραβίασε τη ~ ~ και πήρε κλήση.|| (μτφ.) ~ ~ μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς. Δυσκολεύεται να τραβήξει μια ~ ~ ανάμεσα στην οικογένεια και το επάγγελμα. [< γαλλ. ligne disjonctive] , επίσημη γραμμή: οι κατευθυντήριες και δεσμευτικές θέσεις ενός φορέα απέναντι σε ένα θέμα: Ακολουθεί την/διαφοροποιήθηκε από την ~ ~ του κόμματος. [< αγγλ. official line, 1974] , η γραμμή του τρίποντου/των 6,75: ΑΘΛ. (στο ευρωπαϊκό μπάσκετ) το όριο πέρα από το οποίο επιχειρείται σουτ τριών πόντων: Ευστόχησε/σκόραρε από τη ~ ~ (: πέτυχε τρίποντο)., κίτρινη γραμμή: που έχει σχεδιαστεί στο οδόστρωμα, παράλληλα με το κράσπεδο του πεζοδρομίου, για την απαγόρευση της στάσης και της στάθμευσης., κόκκινη γραμμή 1. & θερμή γραμμή: ειδική και αποκλειστική γραμμή άμεσης επικοινωνίας για ανταλλαγή στρατιωτικών, πολιτικών πληροφοριών, κυρ. μεταξύ αρχηγών κρατών: ~ (τηλεφωνική) ~ λειτούργησε χθες στον Λευκό Οίκο. ~ ~ μεταξύ των αεροπορικών στρατηγείων. Πβ. κόκκινο/πορτοκαλί τηλέφωνο. 2. όριο, κρίσιμο σημείο που δεν επιτρέπεται να το υπερβεί κάποιος: Πέρασαν την ~ ~ που έχει οριοθετήσει η διεθνής κοινότητα. [< 1: αγγλ. hot line, 1955 2: αγγλ. red line, 1952] , λεπτή γραμμή (μτφ.): οριακό, διαχωριστικό σημείο: ~ ~ ανάμεσα στην αγάπη και το μίσος. Η ~ ~ που χωρίζει τη ζωή από τον θάνατο., μελωδική γραμμή: ΜΟΥΣ. μελωδία: αντιστικτική/απλή/κύρια/ρυθμική ~ ~. Η ανιούσα ~ ~ των μπάσων., πλευρική γραμμή: ΖΩΟΛ. αισθητήριο όργανο ψαριών και αμφιβίων που ανιχνεύει την οποιαδήποτε κίνηση στο νερό. [< γαλλ. ligne latérale ] , πράσινη γραμμή: & γραμμή Αττίλα: το προστατευόμενο από τον ΟΗΕ όριο που χωρίζει την Κύπρο σε ελεύθερα (νότιο τμήμα) και κατεχόμενα (βόρειο τμήμα) εδάφη. [< αγγλ. green line] , πρώτη γραμμή 1. το πεδίο όπου μαίνεται ο πόλεμος, το μέτωπο· (συχνότ. κατ' επέκτ.) κάθε εμπροσθοφυλακή, πρωτοπορία: Πολέμησε στην ~ ~.|| Στην ~ ~ των μεταρρυθμίσεων. Ήταν πάντα παρών στην ~ ~ των λαϊκών αγώνων. 2. επίκεντρο: στην ~ ~ του ενδιαφέροντος/των εξελίξεων/της επικαιρότητας., πρώτης γραμμής (μτφ.): άριστης ποιότητας· πολύ μεγάλης αξίας, σημασίας: τεχνολογία/υπηρεσίες/φάρμακα ~ ~.|| Στόχος ~ ~ (= πρώτης προτεραιότητας). Στέλεχος ~ ~ (= βασικό, κορυφαίο). ΣΥΝ. πρώτης τάξεως/τάξης, σιδηροδρομική γραμμή: δύο σταθερά συνδεδεμένες παράλληλες ράγες πάνω στις οποίες κινούνται τα οχήματα του σιδηρόδρομου και κατ' επέκτ. η διαδρομή που εξυπηρετούν: ~ ~ υψηλών ταχυτήτων. [< γαλλ. voie ferrée/ferroviaire] , σκληρή γραμμή (μτφ.): τακτική αντιπαράθεσης χωρίς υποχωρήσεις: Η κυβέρνηση ακολουθεί ~ ~ στο θέμα της διαφθοράς. [< αγγλ. hard line, 1962] , τηλεφωνική γραμμή: ΤΗΛΕΠ. καλωδίωση που έχει ορισμένο αριθμό και μεταφέρει τηλεφωνικά σήματα συνδέοντας περιοχές: αναλογική/εσωτερική/συμβουλευτική/ψηφιακή ~ ~., αμυντική γραμμή βλ. αμυντικός, Ασύμμετρη Ψηφιακή Συνδρομητική Γραμμή βλ. ασύμμετρος, γραμμή (του) πυρός βλ. πυρ, γραμμή άλφα βλ. άλφα, γραμμή του μετώπου βλ. μέτωπο, γραμμή/πορεία πλεύσης βλ. πλεύση, επιθετική γραμμή βλ. επιθετικός, ηλεκτρικές γραμμές βλ. ηλεκτρικός, ίσαλος (γραμμή) βλ. ίσαλος, μεσαία γραμμή βλ. μεσαίος, μισθωμένη γραμμή βλ. μισθώνω, οικοδομική γραμμή/γραμμή δόμησης βλ. οικοδομικός, οροθετική γραμμή βλ. οροθετικός1, πλάγια γραμμή βλ. πλάγιος, ροζ τηλέφωνα βλ. ροζ, ρυμοτομική γραμμή βλ. ρυμοτομικός ● ΦΡ.: διαβάζω ανάμεσα στις/πίσω (/κάτω/μέσα) από τις γραμμές (/αράδες): ανακαλύπτω μια σημασία ή έναν σκοπό που δεν εκφράζεται ρητά σε ένα κείμενο, μαντεύω τα υπονοούμενα: Μπορεί και ~ει ~. [< γαλλ. lire entre des lignes] , διατηρώ τη γραμμή μου: παραμένω κομψός και αδύνατος: Ασκείται καθημερινά, για να ~εί ~ της., εκτός γραμμής 1. για κάποιον που δεν ακολουθεί τη γενική κατεύθυνση του συνόλου ή της ομάδας όπου ανήκει: Βουλευτής που βρίσκεται ~ ~ του κόμματος (= αποκλίνει). 2. ΠΛΗΡΟΦ. για περιφερειακή συσκευή που δεν ελέγχεται προσωρινά από την κεντρική μονάδα επεξεργασίας ή δεν επικοινωνεί με αυτή. [< 2: αγγλ. off-line, 1950] , κατευθείαν γραμμή: (για συγγένεια) που ενώνει πατέρα, γιο ή κόρη, εγγονό ή εγγονή., κόπηκε/έπεσε η γραμμή (προφ.): διακόπηκε η τηλεφωνική επικοινωνία: Ξαφνικά, εκεί που μιλάγαμε, ~ ~., μπαίνω στη γραμμή 1. τοποθετούμαι σε σειρά δίπλα σε άλλους ή πίσω τους: Μπήκαν ~ ~, για να σερβιριστούν. Πβ. μπαίνω στη/σε σειρά. 2. παρεμβάλλομαι (σε τηλεφωνική επικοινωνία): Δεν σ' ακούω, μάλλον κάποιος μπήκε ~ ~. 3. (για μεταφορικό μέσο) εντάσσομαι σε δρομολόγιο: Το πλοίο μπήκε ~ ~ των Κυκλάδων., παίρνω γραμμή (συχνά αρνητ. συνυποδ.): λαμβάνω κατευθυντήριες γραμμές για τον τρόπο χειρισμού μιας κατάστασης: ~ ~ από την κυβέρνηση. Πήρε ~ από το κόμμα και άλλαξε στάση., παίρνω κάποιον/κάτι γραμμή (νεαν. αργκό): αντιλαμβάνομαι, παίρνω είδηση, χαμπάρι: Δεν πήρε ~ τίποτα. Μας πήρε ~ κι έβαλε τις φωνές., πιάνω γραμμή (προφ.): καταφέρνω να επικοινωνήσω τηλεφωνικά με κάποιον: Δεν μπορώ/προσπαθώ να ~σω ~., σε γενικές γραμμές & σε αδρές/χοντρές γραμμές: γενικά, χωρίς λεπτομέρειες, χοντρικά: Περιέγραψε τις νέες πρακτικές ~ ~. Δίνει/σκιαγραφεί με/σε ~ ~ το ιστορικό πλαίσιο της εποχής. Πβ. μέσες άκρες, κατά προσέγγιση, πάνω κάτω, περίπου. ΣΥΝ. σε γενικά πλαίσια, (συγγενείς/συγγένεια) σε πλάγια γραμμή/εκ πλαγίου βλ. πλάγιος, έσπασαν/άναψαν τα τηλέφωνα/οι γραμμές βλ. τηλέφωνο, σε ευθεία γραμμή βλ. ευθύς [< αρχ. γραμμή, γαλλ. ligne, αγγλ. line, γερμ. Linie]

σειρά

σειρά σει-ρά ουσ. (θηλ.) 1. ομάδα προσώπων ή όμοιων πραγμάτων, στοιχείων, που βρίσκονται το ένα μετά το άλλο ή δίπλα στο άλλο: ~ από βουνά (= ορο~)/δέντρα/κίονες/κτίρια. Η πρώτη ~ των εδράνων/θεατών/συνέδρων. Κάθονται/περιμένουν υπομονετικά στη ~ (πβ. γραμμή, ουρά). Μπήκε στη ~ για να αγοράσει εισιτήριο. Πίνακες κρεμασμένοι στη ~. Καθίσματα της δεύτερης ~άς. Αεροσκάφος με σαράντα ~ές θέσεων. Βλ. γραμματο~, συμβολο~. 2. γραμμή, στίχος κειμένου: η πρώτη ~ των υποτίτλων. Οι τελευταίες ~ές του άρθρου. Τρεις ~ές από το τέλος της σελίδας. Πβ. αράδα. 3. σύνολο γεγονότων, συμβάντων, εκδηλώσεων, που σχετίζονται κυρ. θεματικά και ακολουθούν χρονικά το ένα το άλλο: ~ διαλέξεων (= κύκλος)/ερωτημάτων/λαθών/μέτρων/ομιλιών/σεμιναρίων/συναντήσεων/συναυλιών/χειρισμών. (Μια) ~ από δραστηριότητες/ήττες/νίκες (= σερί)/πρωτοβουλίες. Δύσκολη ~ αγώνων. Ο πρωθυπουργός ξεκίνησε ~ επαφών με τους πολιτικούς αρχηγούς. Πβ. ακολουθία, αλυσίδα. 4. σύνολο ομοειδών πραγμάτων που συνδέονται μεταξύ τους με κάποιον τρόπο, συνήθ. έχουν κοινά χαρακτηριστικά, παράγονται ή πωλούνται μαζί: ~ ασκήσεων/δώρων/εργαλείων/υπολογιστών. Αναμνηστική ~ γραμματοσήμων/νομισμάτων. Πλήρης ~ σκευών μαγειρικής. Νέα/ολοκληρωμένη ~ επίπλων. ~ περιποίησης προσώπου-σώματος-μαλλιών.|| (για βιβλία) Εκδοτική/ιστορική/φιλοσοφική ~. ~ αστυνομικής/ξένης λογοτεχνίας.|| Μια ~ από θέματα/μελέτες/στοιχεία. Μια ~ από προβλήματα/προβλημάτων (= πλήθος). 5. ΤΗΛΕΟΡ. καθημερινό ή εβδομαδιαίο τηλεοπτικό συνήθ. πρόγραμμα με το ίδιο καστ ή θέμα: αισθηματική/δραματική/κοινωνική/κωμική/μεταγλωττισμένη/νεανική/ραδιοφωνική ~. ~ δράσης/μυστηρίου/περιπέτειας/τρόμου/φαντασίας. Τα γυρίσματα/τα επεισόδια/οι ήρωες/οι πρωταγωνιστές της ~άς. ~ τριών ωριαίων ντοκιμαντέρ. Ελληνικές/ξένες ~ές που προβάλλονται από τα κανάλια. ~ές βασισμένες σε λογοτεχνικά έργα. Πβ. σίριαλ. 6. κατάταξη δεδομένων ή προσώπων σύμφωνα με ορισμένα κριτήρια· ειδικότ. αλληλουχία: αριθμητική/αύξουσα/συντακτική/τυχαία/φθίνουσα/χρονολογική ~. Αξιολογική ~ υποψηφίων. Πβ. ταξινόμηση.|| Παρουσιάστε τις σκέψεις σας με λογική ~ (πβ. ειρμός, συνοχή). (σε ασκήσεις) Βάλτε τις λέξεις στη σωστή ~. Μπείτε στη ~ (: στοιχηθείτε). 7. θέση που κατέχει κάποιος ή κάτι σε ένα σύνολο: ~ αναφοράς/εκκίνησης/εμφάνισης/επιτυχίας/κατάταξης. Μπήκα με καλή ~ στη σχολή. Μου πήρε τη ~.|| (προφ.) Δεν είναι της ~άς του (: δεν ανήκουν στην ίδια κοινωνική τάξη). ΣΥΝ. σινάφι. 8. ΣΤΡΑΤ. το σύνολο των στρατευσίμων που κατατάσσονται στις Ένοπλες Δυνάμεις την ίδια χρονική περίοδο· (συνεκδ.-αργκό) ο ίδιος ο στρατιώτης που ανήκει στο σύνολο αυτό: (επίσ.) Eκπαιδευτική ~ Στρατευσίμων Oπλιτών (ακρ. EΣΣO). ~ που απολύθηκε/παρουσιάστηκε/υπηρετεί. Αριθμός ~άς. Πβ. κλάση.|| (ως προσφών.) Γεια σου, ρε ~. 9. (προφ., συνήθ. με κτητ. αντων.) τάξη, σύστημα, πρόγραμμα: (Δεν) έχει ~ και συνέχεια. Έλειψε δύο φορές και βγήκε από/έχασε τη ~ του. ● Υποκ.: σειρούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: ομόλογη σειρά: ΧΗΜ. ομάδα οργανικών ενώσεων με κοινό γενικό μοριακό τύπο και ίδιες χημικές ιδιότητες: Τα αλκάνια/οι αλκοόλες είναι ~ ~. [< αγγλ. homologous series] , σειρά των όρων: ΓΛΩΣΣ. η θέση των κύριων όρων μέσα στην πρόταση: Η ~ ~ στα Ελληνικά είναι ελεύθερη. [< αγγλ. word order] , αλφαβητική σειρά βλ. αλφαβητικός ● ΦΡ.: (είναι/έρχεται/φτάνει η) σειρά μου να ...: είναι, έρχεται η ώρα για κάποιον να πάθει ή να κάνει κάτι, σύμφωνα με μια χρονική ακολουθία: Έφτασε/ήρθε η ~ της να απαντήσει/απολογηθεί. Σειρά σου τώρα να ..., βάζω (κάτι) στη/σε σειρά 1. τακτοποιώ, διευθετώ: ~ουν σε ~ τις προτεραιότητές τους. Ας βάλουμε τα πράγματα στη ~ τους. Προσπαθεί να βάλει τη ζωή/τις σκέψεις του σε μια ~. Πβ. ξεκαθαρίζω, οργανώνω. 2. (σπάν.) δρομολογώ: Ο δήμαρχος έχει βάλει σε ~ έργα πνοής για την πόλη. [< γαλλ. mettre en ligne] , εκτός σειράς: για κάτι που δεν εντάσσεται σε ένα ομοιογενές σύνολο ή δεν ακολουθεί ορισμένη κατάταξη, ιεραρχία: δημοσιεύματα ~ ~.|| Ήθελε να μιλήσει ~ ~., με τη σειρά: το ένα μετά το άλλο (ή ο ένας μετά τον άλλον): ~ ~, μην μπερδευόμαστε. Ένα-ένα θέμα, ~ ~, όχι όλα μαζί. Καλούνται ~ ~ να πουν τη γνώμη τους. [< γαλλ. par ordre] , με τη σειρά μου: για κάτι που γίνεται σύμφωνα με μια ακολουθία, συνήθ. χρονική: Να σας καλημερίσω κι εγώ ~ ~. Διατυπώστε κι εσείς ~ σας το δικό σας σχόλιο., με/κατά/σε σειρά: με βάση συγκεκριμένη κατάταξη: ~ ~ αρχαιότητας/εκλογής/επιτυχίας/ηλικίας/προτεραιότητας/προτίμησης/σπουδαιότητας/συχνότητας. Πρωταγωνιστούν με ~ εμφάνισης οι ... Προβάλλεται το δέκατο κατά ~ επεισόδιο. Τρίτο στη ~ κριτήριο. , μπαίνει στη/σε σειρά: (μτφ.) μπαίνει σε τάξη, διευθετείται, ρυθμίζεται: Μην ανησυχείς, όλα ~ουν στη ~ (= τακτοποιούνται) με λίγη προσπάθεια. Η ζωή μας έχει μπει σε μια ~. Ας βρεθεί μια λύση, για να μπουν τα πράγματα στη ~ τους., παίρνει σειρά: για κάτι που έχει δρομολογηθεί και πρόκειται να πραγματοποιηθεί: Έργα που έχουν πάρει ~ και υλοποιούνται. , ποιος/τι έχει σειρά; (προφ.): ποιος είναι ο επόμενος· τι θα ακολουθήσει;: ~ ~ τώρα; Ποιος ~ να παίξει;, σύνδεση σε/εν σειρά: ΗΛΕΚΤΡ. κατά την οποία όλα τα στοιχεία βρίσκονται υπό την ίδια ένταση, ενώ η ολική τάση στα άκρα του κυκλώματος ισούται με το άθροισμα των τάσεων στα άκρα του κάθε στοιχείου. ΑΝΤ. παράλληλη σύνδεση/διάταξη, της σειράς & (σπάν.) της αράδας (μειωτ.): ως χαρακτηρισμός για κάτι ευτελές ή κοινό, συνηθισμένο: ταινία ~ ~. Φτηνή μπίρα ~ ~. (σπανιότ. για πρόσ.) Καλλιτέχνες/τραγουδιστές ~ ~., ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά βλ. πράγμα, επί σειρά(ν) ετών βλ. έτος [< μτγν. σειρά, γαλλ. ordre, rang, série 5: αγγλ. series, 1949]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.