Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αρέσκομαι [ἀρέσκομαι] α-ρέ-σκο-μαι ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {αρεσκ-όμενος | μόνο στο ενεστ. θ.} (λόγ.): μου αρέσει, ευχαριστιέμαι, ικανοποιούμαι με κάτι: ~εται στην άσκηση εξουσίας/στα κοπλιμέντα. Όπως ~όταν να λέει ο αείμνηστος ... [< αρχ. ἀρέσκω]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.