αρέσω [ἀρέσω] α-ρέ-σω ρ. (αμτβ.) {άρεσα}: ανταποκρίνομαι στο γούστο, στις προτιμήσεις (κάποιου), προκαλώ θετικά συναισθήματα (ευχαρίστησης, ικανοποίησης): Μου ~εις γιατί … Θέλει να ~ει (πβ. ελκύω, θέλγω). Οι εκδηλώσεις άρεσαν (= είχαν απήχηση) ιδιαίτερα στον κόσμο/στο κοινό.|| (στο γ' πρόσ.) Μου ~ει εδώ/η λογοτεχνία/να περπατάω/που είσαι ευγενικός. Σου άρεσε το βιβλίο/το έργο/η ταινία; Δεν μου ~ει αυτό το χρώμα. Μου ~ει πολύ αυτή η κοπέλα. Μου ~ουν οι εκδρομές. Πάμε όπου σου ~ει! Έτσι μου ~ει!(= γουστάρω). Είτε μας ~ει είτε όχι. Θα μου ~σε να ... Σου ~σει, δεν σου ~σει πρέπει να το δεχτείς. Βλ. ψιλοαρέσει. ● ΦΡ.: μ' αρέσει που ... (προφ.-ειρων.): ως έκφραση δυσαρέσκειας: ~ ~ επέμενες να έρθουμε εδώ και τώρα θες να φύγεις! [< μεσν. αρέσω]
ψιλοαρέσει
ψιλοαρέσει ψι-λο-α-ρέ-σει ρ. (μτβ.) (προφ.): (συνήθ. προηγείται προσ. αντων.) αρέσει λιγάκι, κάπως: Μου ~ το νέο του σιντί.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.