Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αρθρωτικός , ή, ό [ἀρθρωτικός] αρ-θρω-τι-κός επίθ. 1. ΓΛΩΣΣ. που σχετίζεται με την άρθρωση των φθόγγων: ~ή: φωνητική. ~ές: διαταραχές/δυσκολίες/κινήσεις. ~ά: όργανα/χαρακτηριστικά (των συμφώνων). Βλ. φωνολογικός. 2. που δομεί, συνδέει. Πβ. δι~. ● επίρρ.: αρθρωτικά [< αγγλ. articulatory]

φωνολογικός

φωνολογικός, ή, ό φω-νο-λο-γι-κός επίθ.: ΓΛΩΣΣ. που αναφέρεται στη φωνολογία: ~ή: ανάλυση/ανάπτυξη/δομή/επεξεργασία/μονάδα (βλ. φώνημα). ~ό: σύστημα. ~οί: κανόνες. ~ές: δεξιότητες/διαταραχές. Πβ. φωνηματ-, φωνημ-ικός. ● επίρρ.: φωνολογικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: φωνολογική επίγνωση & φωνολογική ενημερότητα: η ικανότητα του ατόμου να αναγνωρίζει και να χειρίζεται τα φωνήματα και να τα ταυτοποιεί με τα αντίστοιχα γραπτά σύμβολα, τα γραφήματα. [< γερμ. phonologisch, αγγλ. phonologic(al)]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.