Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αρμόνιο [ἁρμόνιο] αρ-μό-νι-ο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ίου}: ΜΟΥΣ. φορητό πληκτροφόρο όργανο που αντικαθιστά το εκκλησιαστικό όργανο και το οποίο παράγει μεγάλη ποικιλία ηχοχρωμάτων: πιάνο και ~. Βλ. συνθεσάιζερ. [< ιταλ. armonio, γαλλ.-αγγλ. harmonium]

συνθεσάιζερ

συνθεσάιζερ συν-θε-σά-ι-ζερ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & σινθεσάιζερ & (προφ.) σίνθι: ΜΟΥΣ. ηλεκτρονικό μουσικό όργανο με πλήκτρα που παρέχει τη δυνατότητα τροποποίησης ή σύνθεσης ήχων: αναλογικό/ψηφιακό ~. Βλ. κίμπορντ. ΣΥΝ. συνθετητής [< αμερικ. synthesizer, 1957, γαλλ. synthétiseur, περ. 1960]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.