Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αρνούμαι [ἀρνοῦμαι] αρ-νού-μαι ρ. {αρν-είσαι ...| -ήθηκα, -ούμενος} & (προφ.) αρνιέμαι 1. δεν δέχομαι κάτι που μου δίνεται ή μου ζητείται· δεν αποδέχομαι: ~ τη βοήθεια (κάποιου)/ένα δώρο/μια προσφορά/πρόταση (συνεργασίας). ~είται κάθε συμβιβασμό. Σου ~ήθηκα ποτέ τίποτα; ~ήθηκε την υποστήριξή/τα χρήματά τους. Της ~ήθηκαν την έκδοση άδειας διαμονής. ~ήθηκαν την ευθύνη για ... (πβ. αποποιούμαι). Πβ. απορρίπτω.|| ~ απερίφραστα/επίμονα/κατηγορηματικά/ολοκληρωτικά/πεισματικά/σθεναρά τις κατηγορίες. ~ να δώσω τη συγκατάθεσή μου. ~ ότι το είπα (= το διαψεύδω). Δεν ~ούνται ότι έγιναν λάθη (= το αναγνωρίζουν, το παραδέχονται). ~ήθηκε να μαρτυρήσει/υποχωρήσει (ΑΝΤ. συμφωνώ, συναινώ). ~ούμενος να συμμορφωθεί με ... 2. απαρνιέμαι, αποκηρύσσω: ~ήθηκε τους γονείς/τη θρησκεία/την πατρίδα του. Βλ. αρνητής.|| Σ' ~ήθηκα ποτέ; [< αρχ. ἀρνοῦμαι]

αρνητής

αρνητής [ἀρνητής] αρ-νη-τής ουσ. (αρσ.) {σπάν. θηλ. αρνήτρια} (απαιτ. λεξιλόγ.): πρόσωπο που αποκηρύσσει κάτι ή κάποιον, λόγω ιδεολογίας ή πεποιθήσεων: ολικός ~. ~ στράτευσης (= αντιρρησίας συνείδησης). ~ές των αξιών/της δημοκρατίας/των εμβολίων (πβ. αντιεμβολιαστής)/της ζωής/του κορονοϊού. Βλ. απ~. [< μτγν. ἀρνητής, μεσν. αρνήτρια]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.