αρνούμαι [ἀρνοῦμαι] αρ-νού-μαι ρ. {αρν-είσαι ...| -ήθηκα, -ούμενος} & (προφ.) αρνιέμαι 1. δεν δέχομαι κάτι που μου δίνεται ή μου ζητείται· δεν αποδέχομαι: ~ τη βοήθεια (κάποιου)/ένα δώρο/μια προσφορά/πρόταση (συνεργασίας). ~είται κάθε συμβιβασμό. Σου ~ήθηκα ποτέ τίποτα; ~ήθηκε την υποστήριξή/τα χρήματά τους. Της ~ήθηκαν την έκδοση άδειας διαμονής. ~ήθηκαν την ευθύνη για ... (πβ. αποποιούμαι). Πβ. απορρίπτω.|| ~ απερίφραστα/επίμονα/κατηγορηματικά/ολοκληρωτικά/πεισματικά/σθεναρά τις κατηγορίες. ~ να δώσω τη συγκατάθεσή μου. ~ ότι το είπα (= το διαψεύδω). Δεν ~ούνται ότι έγιναν λάθη (= το αναγνωρίζουν, το παραδέχονται). ~ήθηκε να μαρτυρήσει/υποχωρήσει (ΑΝΤ. συμφωνώ, συναινώ). ~ούμενος να συμμορφωθεί με ...2. απαρνιέμαι, αποκηρύσσω: ~ήθηκε τους γονείς/τη θρησκεία/την πατρίδα του. Βλ. αρνητής.|| Σ' ~ήθηκα ποτέ; [< αρχ. ἀρνοῦμαι]
αρνητής
αρνητής [ἀρνητής] αρ-νη-τής ουσ. (αρσ.) {σπάν. θηλ. αρνήτρια} (απαιτ. λεξιλόγ.): πρόσωπο που αποκηρύσσει κάτι ή κάποιον, λόγω ιδεολογίας ή πεποιθήσεων: ολικός ~. ~ στράτευσης (= αντιρρησίας συνείδησης). ~ές των αξιών/της δημοκρατίας/των εμβολίων (πβ. αντιεμβολιαστής)/της ζωής/του κορονοϊού. Βλ. απ~. [< μτγν. ἀρνητής, μεσν. αρνήτρια]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.