Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αρραβωνιάζομαι [ἀρραβωνιάζομαι] αρ-ρα-βω-νιά-ζο-μαι ρ. (μτβ.) {αρραβωνιά-στηκα, -σμένος} (για μελλόνυμφο): κάνω αρραβώνα: ~στηκαν και θα παντρευτούν του χρόνου. Πβ. άλλαξαν/πέρασαν/φόρεσαν βέρες (/δαχτυλίδια), λογοδίνομαι.αρραβωνιάζω {αρραβώνια-σα} & (λαϊκό) αρρεβωνιάζω & (λόγ.) αρραβωνίζω: (για γονιό) μνηστεύω: ~σε τον γιο/την κόρη του. [< μεσν. αρραβωνιάζω]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.