Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αρτοποιείο [ἀρτοποιεῖο] αρ-το-ποι-εί-ο ουσ. (ουδ.) (επίσ.): εργαστήριο ή/και κατάστημα όπου παρασκευάζονται ή/και πωλούνται ψωμί, αρτοσκευάσματα και συνήθ. γλυκά: παραδοσιακό ~. ~-ζαχαροπλαστείο. ~α και πρατήρια άρτου. Βλ. -ποιείο. ΣΥΝ. αρτοπωλείο, φούρνος (2) [< μτγν. ἀρτοποιεῖον]

-ποιείο

-ποιείο (λόγ.): επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνει χώρο παρασκευής ή/και πώλησης προϊόντος: αρτο~ (πβ. -πωλείο)/ζυθο~/οινο~. Επιπλο~ (βλ. -ποιία).|| (παλαιότ.) Υποδηματο~ (= τσαγκαράδικο).

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.