Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • αρχίγραμμα [ἀρχίγραμμα] αρ-χί-γραμ-μα ουσ. (ουδ.): ΤΥΠΟΓΡ. (& στην επεξεργασία κειμένου) το αρχικό κεφαλαίο γράμμα της πρώτης παραγράφου (κειμένου ή κεφαλαίου), το οποίο είναι μεγαλύτερο σε μέγεθος και μπορεί να φέρει και άλλες μορφοποιήσεις (διαφορετική γραμματοσειρά ή περίτεχνη σχεδίαση). ΣΥΝ. λετρίνα, πρωτόγραμμα [< γαλλ. lettrine]
  • αρχιγραμματέας [ἀρχιγραμματέας] αρ-χι-γραμ-μα-τέ-ας ουσ. (αρσ.): ΕΚΚΛΗΣ. ανώτατο εκκλησιαστικό αξίωμα, συνήθ. αρχιμανδρίτης: ~ της Ιεράς Συνόδου/του Πατριαρχείου. [< μτγν. ἀρχιγραμματεύς]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.