αρχαιότητα [ἀρχαιότητα] αρ-χαι-ό-τη-τα ουσ. (θηλ.) 1. {χωρ. πληθ.} (κ. με κεφαλ. το αρχικό Α) η αρχαία εποχή: κλασική/πρώιμη/ύστερη ~. Τα κείμενα/μνημεία της ~ας. Κατά την ~. Κέντρον Ερεύνης της ~ος (της Ακαδημίας Αθηνών).2. ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. {χωρ. πληθ.} παλαιότητα: προακτέοι κατ' ~ (= με κριτήριο την ~) και όχι κατ' εκλογήν. Προαγωγή κατά σειρά ~ας (κυρ. για δημόσιους υπαλλήλους).|| ~ τίτλου σπουδών. Βλ. -ότητα. ● αρχαιότητες (οι) (επίσ.-περιληπτ.): κινητά ή ακίνητα μνημεία παλαιότερων πολιτισμών με αρχαιολογική αξία: βυζαντινές/ελληνιστικές/ενάλιες/κλασικές/μινωικές ~. Ανακαλύφθηκαν/εκλάπησαν/εκτίθενται ~. Πβ. αρχαία (τα). [< γαλλ. antiquités] ● ΣΥΜΠΛ.: Εφορεία Αρχαιοτήτων βλ. εφορεία ● ΦΡ.: τα επτά θαύματα του κόσμου/της αρχαιότητας βλ. θαύμα [< 1: αρχ. ἀρχαιότης, γαλλ. antiquité 2: γαλλ. ancienneté]
εφορεία
εφορεία [ἐφορεία] ε-φο-ρεί-α ουσ. (θηλ.) & (σπανιότ.-ορθότ.) εφορία (συνήθ. με κεφαλ. το αρχικό Ε): υπηρεσία με εποπτικές αρμοδιότητες: ~ των ΓΑΚ. ~ Νεωτέρων Μνημείων. Βλ. έφορος. ● ΣΥΜΠΛ.: Εφορεία Αρχαιοτήτων: περιφερειακή υπηρεσία του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, υπεύθυνη για τη διατήρηση, προστασία, φύλαξη και ανάδειξη των αρχαιοτήτων ορισμένης περιοχής: ~ Βυζαντινών/Εναλίων/Κλασικών Αρχαιοτήτων. Βλ. Αρχαιολογική Υπηρεσία, ΕΠΚΑ. [< αρχ. ἐφορεία ‘το αξίωμα του εφόρου’]
θαύμα
θαύμα [θαῦμα] θαύ-μα ουσ. (ουδ.) {θαύμ-ατος | -ατα, -άτων} & (λαϊκό-λογοτ.) θάμα 1. καθετί που υπερβαίνει τους νόμους της φύσης και αποδίδεται συνήθ. σε θεϊκή παρέμβαση· ανέλπιστα θετική εξέλιξη: ζωντανό/προσωπικό ~. Τα ~ατα των Αγίων/της Παναγίας/του Χριστού. To μέγα ~ του Αγίου Φωτός. ~ατα και προφητείες. Πιστεύει στα ~ατα.|| (εμφατ.) Είναι ~ πώς τα κατάφερε. Μόνο σε ένα ~ ελπίζει τώρα. Δεν γίνονται ~ατα, μη γελιέσαι. Πάμε για το ~ (πβ. όνειρο). Ζω ένα (μικρό) ~.2. (μτφ.) οτιδήποτε ξεπερνά τις ανθρώπινες προσδοκίες και προκαλεί έκπληξη και θαυμασμό: αναπτυξιακό/αρχιτεκτονικό (πβ. αριστούργημα)/οικονομικό/τεχνολογικό/φυσικό ~. Το απόλυτο ~. Τα ~ατα της επιστήμης/της ιατρικής. Τα επτά νέα/σύγχρονα ~ατα. Μνημείο που αποτελεί ~ τελειότητας. Εμβόλιο-~ κατά του φονικού ιού. (εμφατ.) Το ~ του έρωτα/της ζωής (= η γέννηση, πβ. μυστήριο).|| (ως επίθ.) Τι νοστιμιά, ~ γεύση! (πβ. μούρλια, ονειρεμένη)|| (ως επίρρ.) Περνάμε ~! ΣΥΝ. εξαίσια, θαυμάσια, τέλεια, τρέλα, υπέροχα, φανταστικά. ● ΣΥΜΠΛ.: θαύμα θαυμάτων (εμφατ.) 1. οτιδήποτε απίστευτο, αναπάντεχο: Αν κερδίσει η ομάδα, θα είναι/πρόκειται για ~ ~.2. ΕΚΚΛΗΣ. η Θεία Κοινωνία., παιδί-θαύμα & παιδί θαύμα: παιδί ή νεαρό άτομο με ταλέντο και ικανότητες ασυνήθιστες για την ηλικία του: Υπήρξε/χαρακτηρίστηκε ~ ~ στα μαθηματικά. Τα ~ιά ~ατα της μουσικής/του σινεμά. Πβ. ιδιοφυΐα. [< γερμ. Wunderkind, αγγλ. child prodigy, γαλλ. enfant prodige] , θαύμα της φύσης βλ. φύση ● ΦΡ.: κάνει θαύματα: κατορθώνει φοβερά πράγματα, έχει εντυπωσιακά αποτελέσματα: Η αγάπη/η τεχνολογία ~ ~. Νέο φάρμακο που ~ ~. Μηχάνημα που ~ ~ (πβ. κάνει παπάδες).|| (ειρων.) Το έκανε (πάλι) το θαύμα του και τα θαλάσσωσε. Πβ. θαυματουργώ., τα επτά θαύματα του κόσμου/της αρχαιότητας: μνημειώδη αριστουργήματα της αρχαίας αρχιτεκτονικής, η πυραμίδα του Χέοπα, οι κρεμαστοί κήποι της Βαβυλώνας, το χρυσελεφάντινο άγαλμα του Δία στην Ολυμπία, ο ναός της Άρτεμης στην Έφεσο, το Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού, ο φάρος της Αλεξάνδρειας και ο Κολοσσός της Ρόδου., το όγδοο θαύμα (του κόσμου): δημιούργημα ασύλληπτης, εξαιρετικής τεχνικής: Κτίριο που θεωρήθηκε/χαρακτηρίστηκε ως ~ ~. [< γαλλ. la huitième merveille (du monde)] , ω του θαύματος!: επιφωνηματικά, ως έκφραση μεγάλης έκπληξης: Τον έψαχνα παντού και ξαφνικά, ~ ~, νάτος μπροστά μου! (συνηθέστ. ειρων.) Δεν ήξερε τίποτα, αλλά μόλις τον στρίμωξαν, ~ ~, τα θυμήθηκε όλα!, ως εκ θαύματος (λόγ.) & (σαν) από θαύμα: ανέλπιστα, αναπάντεχα: Γλίτωσε/επέζησε/σώθηκε ~ ~. ~ ~ δεν χτύπησε (πβ. από τύχη)! (ειρων.) Περιμένει, ~ ~, να λυθούν όλα του τα προβλήματα. [< γαλλ. (comme) par miracle] , αλλού το όνειρο κι αλλού το θαύμα βλ. αλλού, εν τω άμα (και το θάμα/θαύμα) βλ. άμα, ο Θεός να βάλει το χέρι του/να κάνει το θαύμα του βλ. χέρι, πράματα και θάματα/θαύματα βλ. θάμα [< αρχ. θαῦμα, γαλλ.-αγγλ. miracle, γαλλ. merveille]
-ότητα
-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη).2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.