Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αρχιμανδρίτης [ἀρχιμανδρίτης] αρ-χι-μαν-δρί-της ουσ. (αρσ.) (κ. με κεφαλ. το αρχικό Α, συντομ. Αρχιμ.) ΕΚΚΛΗΣ. 1. τίτλος που δίνεται σε άγαμο ή χήρο πρεσβύτερο: ~ της Ιεράς Αρχιεπισκοπής. 2. ηγούμενος μοναστηριακής κοινότητας. Βλ. πανοσιολογιότατος, -ίτης1. [< μτγν. ἀρχιμανδρίτης]

Πανοσιολογιότατος

Πανοσιολογιότατος Πα-νο-σι-ο-λο-γι-ό-τα-τος ουσ. (αρσ.) & (λόγ.) Πανοσιολογιώτατος: ΕΚΚΛΗΣ. τιμητική προσφώνηση αρχιμανδρίτη ή ηγούμενου με πανεπιστημιακή μόρφωση.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.