ασήμαντος , η, ο [ἀσήμαντος] α-σή-μα-ντος επίθ.: χωρίς σημασία, σπουδαιότητα, αξία: ~η: ζημιά/λεπτομέρεια. ~ο: αποτέλεσμα/επεισόδιο/ζήτημα/παράπτωμα (βλ. πταίσμα)/περιστατικό/ποσό (= μικρό)/πρόβλημα. ~ες: αλλαγές/απώλειες/επιπτώσεις. ~α: λάθη. Λογομαχία για ~α αίτια. Στατιστικά ~η διαφορά. Φαινομενικά ~ο γεγονός.|| (ως ουσ.) Το τετριμμένο και το ~ο.|| (για πρόσ.) Τον θεωρούν ~ο. Πβ. αμελητέος, ανάξιος λόγου, δευτερεύων, επουσιώδης, μηδαμινός, τυχαίος. ● ΦΡ.: για ασήμαντη αφορμή & (λόγ.) δι' ασήμαντον αφορμήν & για ασήμαντο λόγο: χωρίς σπουδαίο λόγο: έγκλημα/καβγάς ~ ~. Κλαίει/τσακώθηκαν ~ ~., τελευταίος, αλλά όχι έσχατος/λιγότερο σημαντικός/ασήμαντος βλ. τελευταίος [< μτγν. ἀσήμαντος]
τελευταίος
τελευταίος, α, ο [τελευταῖος] τε-λευ-ταί-ος επίθ. 1. που βρίσκεται τοπικά ή χρονικά στο τέλος μιας ακολουθίας: ~ος: γύρος/σταθμός (της περιοδείας). Η ~α συλλαβή της λέξης. Μένω στον ~ο όροφο. Ανοίξτε το βιβλίο στην ~α σελίδα. Κάθεται στο ~ο θρανίο.|| ~ος: αγώνας (πβ. τελικός)/απόγονος (της οικογένειας). ~α: πρόβα (= πρόβα τζενεράλε)/προειδοποίηση (= ύστατη). ~ο: μάθημα. ~α μέρα για δηλώσεις συμμετοχής (: λήξη προθεσμίας). Η ~α Κυριακή του χρόνου. Το δεύτερο και ~ο μέρος της παράστασης. Έφτασε/ήρθε/ξεκίνησε ~. Έγινε και ένας ~ έλεγχος. Έλα να χορέψουμε έναν ~ο χορό. Πηγαίνει στην ~α τάξη του Λυκείου. Κάνε μια ~α προσπάθεια. Οι τοίχοι χρειάζονται ένα ~ο χέρι (: ακόμη ένα πέρασμα με μπογιά).|| Το ~ο φως της μέρας (: πριν βραδιάσει).|| (πριν τον θάνατο) Η ~α της επιθυμία/τα ~α του λόγια ήταν ... Είχε πνευματική διαύγεια μέχρι τις ~ες της ώρες. Τα ~α του χρόνια τα έζησε μόνος. Βλ. προ~. ΑΝΤ. πρώτος (1) 2. πιο πρόσφατος, πιο κοντινός, πλησιέστερος χρονικά: οι ~ες ανακαλύψεις/ειδήσεις/εξελίξεις/πληροφορίες/προσθήκες. Τα ~α γεγονότα/εικοσιτετράωρα/νέα. Φωτοτυπία του ~ου λογαριασμού. Αύξηση της εγκληματικότητας τον ~ο χρόνο/τις ~ες δεκαετίες. Ημερομηνία ~ας δημοσίευσης/ενημέρωσης. Υπερηχογράφος ~ας (βλ. τρίτης) γενιάς/τεχνολογίας (: ο πιο εξελιγμένος τεχνολογικά· πβ. σύγχρονος). Η καλύτερη επίδοση των ~ων ετών. Πολλές αλλαγές έχουν γίνει το ~ο διάστημα/τον ~ο καιρό. Η ~α του ταινία ήταν απογοητευτική. Η ~α φορά που τον είδα ήταν ... Το ~ο τεύχος του περιοδικού.3. ο μόνος που έχει απομείνει: Του έδωσα τα ~α μου χρήματα. (εμφατ.) ~α: ευκαιρία/προσφορά (: η χαμηλότερη και πιο συμφέρουσα). Είσαι η ~α μας ελπίδα. Μάζεψε τις ~ες του δυνάμεις και ξεκίνησε. Πβ. μοναδικός.4. ο κατώτερος, ο λιγότερο σημαντικός, ο πιο ταπεινός: Ήταν ο ~ (= χειρότερος) μαθητής της τάξης. Εμπόρευμα ~ας (= χαμηλής) ποιότητας. ~οι σε απόδοση (ΑΝΤ. τοπ). Ακόμα και ο ~ πολίτης δικαιούται να έχει άποψη. ● Ουσ.: τελευταίος (ο) 1. αυτός που βρίσκεται, έγινε ή αναφέρθηκε στο τέλος: ο ~ από τους ομιλητές.|| (προφ.) Και κάτι ~ο, μη μ' ενοχλήσεις ξανά.2. (κατ' επέκτ.) ο χειρότερος: (εμφατ.) Δεν μπορεί να μας λέει τι θα κάνουμε ο ~ των ~ων. ● επίρρ.: τελευταία & (λόγ.) -ως: πρόσφατα, τον τελευταίο καιρό: Έχω πάρει πολλά κιλά ~. (προφ.) Δεν μας τα λες καθόλου καλά (τώρα) ~. ● ΣΥΜΠΛ.: διάταξη τελευταίας βούλησης βλ. διάταξη, ο τελευταίος των Μοϊκανών βλ. Μοϊκανός, τελευταία κατοικία βλ. κατοικία, τελευταίος ασπασμός βλ. ασπασμός, το αιώνιο/μεγάλο/τελευταίο/στερνό/αγύριστο ταξίδι βλ. ταξίδι, το τελευταίο αντίο βλ. αντίο, το ύστατο χαίρε βλ. ύστατος ● ΦΡ.: δεν είναι/είσαι ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος που ... & ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος είναι/είσαι που ... (προφ.): για να δηλωθεί ότι κάτι είναι συνηθισμένο, συμβαίνει σε πολλούς: ~ ~ έμπλεξε σε μια τέτοια ιστορία/εξαπατήθηκε., είναι η πρώτη και η τελευταία φορά που ... (προφ.-εμφατ.): δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να επαναλάβω κάτι: ~ ~ ασχολούμαι μαζί σου., είναι στα τελευταία του (προφ.): πεθαίνει. Πβ. αργοσβήνω, πνέει τα λοίσθια., η τελευταία λέξη (μτφ.-προφ.): ό,τι πιο μοντέρνο, πιο σύγχρονο: Ντύνεται πάντα με την ~ ~ της μόδας. Το νέο μοντέλο είναι ~ ~ στην τεχνολογία των υπολογιστών., ο τελευταίος που ... (προφ.): για κάποιον που είναι σχεδόν απίθανο να κάνει κάτι ή για κάτι που έχει μικρές πιθανότητες να συμβεί: Είναι ~ ~ θα υποψιαζόμουν.|| Είναι το ~ο πράγμα που θα σκεφτόμουν., τελευταίος και τυχερός (προφ.): για κάποιον που έχει την τελευταία θέση σε μια σειρά και τυχαίνει να είναι και ευνοημένος., τελευταίος, αλλά όχι έσχατος/λιγότερο σημαντικός/ασήμαντος: για κάποιον ή κάτι που αναφέρεται στο τέλος, αλλά έχει την ίδια σπουδαιότητα με ό,τι προηγείται: ~ ~ ομιλητής. ~α ~η παρατήρηση. ~ο ~ο θέμα. [< αγγλ. last but not least] , από τον πρώτο ως τον τελευταίο βλ. πρώτος, άφησε την τελευταία του πνοή βλ. αφήνω, γελάει καλύτερα όποιος γελάει τελευταίος βλ. γελώ, για τελευταία φορά βλ. φορά, δεύτε τελευταίον ασπασμόν βλ. ασπασμός, έχει τον πρώτο (και τον τελευταίο) λόγο βλ. πρώτος, έχω/λέω την τελευταία λέξη/τον τελευταίο λόγο/την τελευταία κουβέντα βλ. λέξη, η τελευταία πράξη του δράματος βλ. πράξη, η τελευταία τρύπα του ζουρνά βλ. ζουρνάς1, μέχρι και την τελευταία δεκάρα βλ. δεκάρα, μέχρι την τελευταία ρανίδα του αίματος βλ. αίμα, νέας/τελευταίας κοπής βλ. κοπή, ο τελευταίος να κλείσει την πόρτα βλ. πόρτα, ο τελευταίος τροχός της αμάξης βλ. άμαξα, οι τελευταίες στιγμές βλ. στιγμή, παίζει το τελευταίο του χαρτί βλ. χαρτί, σε τελική/σε τελευταία ανάλυση βλ. ανάλυση, τελευταίος (/δεύτερος/τρίτος) και καταϊδρωμένος βλ. καταϊδρωμένος, την τελευταία στιγμή βλ. στιγμή, την τελευταία/ύστατη ώρα βλ. ώρα, της τελευταίας στιγμής βλ. στιγμή, το τελευταίο καρφί στο φέρετρο βλ. φέρετρο, το τελευταίο οχυρό/κάστρο βλ. οχυρό, τώρα τελευταία βλ. τώρα [< αρχ. τελευταῖος, γαλλ. dernier]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.