Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • ασήμι [ἀσήμι] α-σή-μι ουσ. (ουδ.) {-ιού} (προφ.): ο άργυρος, όταν χρησιμοποιείται για την κατασκευή διακοσμητικών ή χρηστικών ειδών: ατόφιο/επιχρυσωμένο/καθαρό ~. Κράμα χρυσού και ~ιού. Κοσμήματα/νομίσματα/σκεύη από ~.|| (μτφ.) Το φεγγάρι λάμπει σαν ~. || (στον πληθ., λαϊκό-λογοτ.) ~ια (= ασημικά) και χρυσάφια. [< μεσν. ασήμι]
  • ασημικά [ἀσημικά] α-ση-μι-κά ουσ. (ουδ.) (τα) {σπάν. στον εν. ασημικό}: διακοσμητικά ή χρηστικά αντικείμενα από ασήμι: παλιά/περίτεχνα ~. Εργαστήριο ~ών. Γυαλίζω/καθαρίζω τα ~. Βλ. χρυσαφικά.|| (ως επίθ.) ~ είδη/σκεύη. [< μεσν. ασημικά]

χρυσαφικά

χρυσαφικά χρυ-σα-φι-κά ουσ. (ουδ.) (τα) {σπάν. στον εν. χρυσαφικό}: κοσμήματα, κυρ. χρυσά: κατάστημα ~ών (= κοσμηματοπωλείο). Μου έκλεψαν τα ~. Πβ. τιμαλφή. Βλ. ασημικά, μπιζού.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.