Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ασετυλίνη [ἀσετυλίνη] α-σε-τυ-λί-νη ουσ. (θηλ.) & ασετιλίνη: ΧΗΜ. ακόρεστος υδρογονάνθρακας (C2H2), άχρωμο, εύφλεκτο και τοξικό αέριο· παλαιότ. μέσο φωτισμού ή συγκόλλησης-κοπής μετάλλων· κατ΄επέκτ. το φωτιστικό που λειτουργούσε με αυτό: λάμπα/φιάλη ~ης. Φλόγα οξυγόνου-~ης (βλ. οξυγονο-κόλληση, -κοπή). Βλ. -ίνη. ΣΥΝ. αιθίνιο, ακετυλένιο [< γαλλ. acétylène]

-ίνη

-ίνη: επίθημα δάνειων όρων για τη δήλωση χημικής, φαρμακευτικής ουσίας: βαζελ~/βαλ~/βιταμ~/γλουτολ~/θρεον~/ισολευκ~/ιστιδ~/λευκ~/λυσ~/μεθειον~/ναφθαλ~/νικοτ~/πενικιλ~/φαινυλαλαν~/χυμοθρυψ~. Πρωτε-ΐνη. Πβ. -ίνα2.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.