Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ασημής , -ιά, -ί [ἀσημής] α-ση-μής επίθ. {ασημ-ιού (θηλ. -ιάς) | -ιών, χωρ. πληθ. αρσ.} & ασημί {άκλ.} (προφ.): που μοιάζει με ασήμι στο χρώμα: ~ής/~ί: μαρκαδόρος. ~ιά/~ί: απόχρωση/σκιά (ματιών)/σκόνη (= ασημόσκονη). ~ί: αυτοκίνητο. ΣΥΝ. αργυρός (3), ασημένιος (2) ● Ουσ.: ασημί (το) {άκλ.}: το αντίστοιχο χρώμα: γκρι/μαύρο-~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.