Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ασκέρι [ἀσκέρι] α-σκέ-ρι ουσ. (ουδ.) (λαϊκό) 1. (μτφ.-ειρων.) ανοργάνωτο, ασύνταχτο πλήθος ανθρώπων: σκόρπιο ~. Έχει να ταΐσει ολόκληρο ~ (= οικογένεια). Ήρθε με τ' ~ (= την παρέα) του. Πβ. αγέλη, μπουλούκι, όχλος, συρφετός. 2. (παρωχ.) άτακτο ή τακτικό σώμα στρατού: τούρκικα ~ια. Πβ. στράτευμα, στρατιά. ● ΣΥΜΠΛ.: ρεμπέτ ασκέρ(ι) (λαϊκό-ειρων.): αργόσχολο πλήθος. Βλ. ρεμπεσκές. [< 2: μεσν. ασκέρι(ν), τουρκ. asker]

ρεμπεσκές

ρεμπεσκέςρε-μπε-σκές ουσ. (αρσ.) (λαϊκό): αργόσχολος, φυγόπονος άνθρωπος. Πβ. ανεπρόκοπος, αχαΐρευτος, ρέμπελος, τεμπέλης, χαραμοφάης. Βλ. -ές. ΣΥΝ. τζερεμές (2)

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.