Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ασκητής [ἀσκητής] α-σκη-τής ουσ. (αρσ.) {σπανιότ. θηλ. ασκήτρια}: ΘΡΗΣΚ. πρόσωπο που έχει αποσυρθεί σε ερημικό μέρος, όπου ζει σε απομόνωση, με σκοπό την πνευματική του ολοκλήρωση ή τη θέωση· ειδικότ. μοναχός, καλόγερος: βουδιστής/ινδός (βλ. φακίρης)/χριστιανός ~. Οι ~ές της ερήμου.|| Οι ~ές του Αγίου Όρους.|| (ως επίθ.) ~ές Πατέρες της Εκκλησίας.|| (κατ΄επέκτ.) Ζει σαν ~ (= ασκητικά). ΣΥΝ. αναχωρητής (1), ερημίτης [< μτγν. ἀσκητής, γαλλ. ascète]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.