Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ασκητικός , ή, ό [ἀσκητικός] α-σκη-τι-κός επίθ. 1. που αναφέρεται ή ταιριάζει σε ασκητή: ~ός: βίος. ~ή: διδασκαλία/παράδοση/πρακτική. ~ό: ήθος/πνεύμα. ~ές: αρετές. ~ά: βιβλία (βλ. Γεροντικό).|| (για πρόσ.) ~ός: μοναχός (: που διάγει ~ή ζωή). Πβ. καλογερ-, μοναχ-ικός. 2. (κατ' επέκτ.) πολύ αδύνατος, που θυμίζει ασκητή: ~ή: φιγούρα. ● Ουσ.: ασκητική (η): ασκητισμός. ● επίρρ.: ασκητικά [< μτγν. ἀσκητικός, γαλλ. ascétique, αγγλ. ascetic]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.