Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ασπασμός [ἀσπασμός] α-σπα-σμός ουσ. (αρσ.) (επίσ.): φίλημα και κατ' επέκτ. ανταλλαγή επίσημου χαιρετισμού, αγκάλιασμα ή προσκύνημα: δημόσιος/θερμός/μητρικός ~. ~ πιστών/χειρός.|| (παλαιότ. σε επιστολές) Με (φιλικούς) ~ούς.|| ~ της εικόνας/του Ευαγγελίου.|| (μτφ.) ~ μιας θρησκείας (: αποδοχή, υιοθέτηση). ● ΣΥΜΠΛ.: τελευταίος ασπασμός (επίσ.): αποχαιρετισμός του νεκρού μετά τη νεκρώσιμη ακολουθία: Φίλοι και συγγενείς έδωσαν στον θανόντα τον ~ο ~ό. Βλ. το τελευταίο αντίο. ● ΦΡ.: δεύτε τελευταίον ασπασμόν [δεῦτε τελευταῖον ἀσπασμόν] (ειρων.): όταν πλησιάζει το τέλος ή σε περίπτωση δυσάρεστης εξέλιξης. [< αρχ. ἀσπασμός]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.