Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ασπιρίνη [ἀσπιρίνη] α-σπι-ρί-νη ουσ. (θηλ.) 1. ΦΑΡΜΑΚ. αναλγητικό, αντιπυρετικό, αντιρευματικό, αντιφλεγμονώδες, αντιθρομβωτικό φάρμακο (επιστ. ονομασ. ακετυλοσαλικυλικό οξύ, σύμβ. C9H8O4) ευρείας χρήσης· κυρ. το αντίστοιχο δισκίο: αναβράζουσα/παιδική ~.|| Πήρα (μια) ~. Βλ. ντεπόν, παναντόλ, -ίνη. 2. (μτφ.- συνήθ. στον πληθ.) (για λύσεις, μέτρα ή προτάσεις) που έχουν προσωρινό ή πρόχειρο χαρακτήρα: Βαθιά κρίση που δεν θεραπεύεται με ~ες. ● Υποκ.: ασπιρινούλα (η) [< γερμ. εμπορ. ονομασ. Αspirin, 1899]]

ντεπόν

ντεπόν ντε-πόν ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΦΑΡΜΑΚ. παυσίπονο, αντιπυρετικό, αναλγητικό φάρμακο με βασικό συστατικό την παρακεταμόλη: αναβράζον ~. Πήρα ~ για τον πονοκέφαλο. Βλ. ασπιρίνη, παναντόλ. [< ελλην. εμπορ. ονομασ. Depon, 1971]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.