ασπρόμαυρος , η, ο [ἀσπρόμαυρος] α-σπρό-μαυ-ρος επίθ. 1. που έχει λευκό και μαύρο χρώμα: ~ος: γάτος. ~η: μπάλα (: ποδοσφαίρου). ~ο: φόρεμα. ~α: τετράγωνα (σκακιέρας). ΣΥΝ. μαυρόασπρος 2. (ειδικότ.) που αποτυπώνει, αναπαράγει (κάτι) ή έχει αποτυπωθεί μόνο σε άσπρο και μαύρο χρώμα, σε αντιδιαστολή με τον έγχρωμο: ~η: εκτύπωση/οθόνη/ταινία/(παλαιότ.) τηλεόραση/φωτογραφία.3. (μτφ.) μονότονος, πληκτικός, βαρετός: ~η: ζωή/καθημερινότητα. Ζεις σε έναν ~ο κόσμο. Πβ. γκρίζος. ΣΥΝ. ανιαρός 4. ΑΘΛ. που ανήκει σε ομάδα με λευκό και μαύρο χρώμα στις φανέλες: ~ος: σύλλογος.|| (κ. ως ουσ.) Οι ~οι (: η ίδια η ομάδα). ● Ουσ.: ασπρόμαυρο (το) 1. ενν. χρώμα. 2. {στον πληθ.} ενν. ρούχα: Ντυμένος στ' ~α. ● επίρρ.: ασπρόμαυρα: κυρ. στη σημ. 2. [< μεσν. *ασπρόμαυρος 2: αγγλ. black and white]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.