Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ασπρόμαυρος , η, ο [ἀσπρόμαυρος] α-σπρό-μαυ-ρος επίθ. 1. που έχει λευκό και μαύρο χρώμα: ~ος: γάτος. ~η: μπάλα (: ποδοσφαίρου). ~ο: φόρεμα. ~α: τετράγωνα (σκακιέρας). ΣΥΝ. μαυρόασπρος 2. (ειδικότ.) που αποτυπώνει, αναπαράγει (κάτι) ή έχει αποτυπωθεί μόνο σε άσπρο και μαύρο χρώμα, σε αντιδιαστολή με τον έγχρωμο: ~η: εκτύπωση/οθόνη/ταινία/(παλαιότ.) τηλεόραση/φωτογραφία. 3. (μτφ.) μονότονος, πληκτικός, βαρετός: ~η: ζωή/καθημερινότητα. Ζεις σε έναν ~ο κόσμο. Πβ. γκρίζος. ΣΥΝ. ανιαρός 4. ΑΘΛ. που ανήκει σε ομάδα με λευκό και μαύρο χρώμα στις φανέλες: ~ος: σύλλογος.|| (κ. ως ουσ.) Οι ~οι (: η ίδια η ομάδα). ● Ουσ.: ασπρόμαυρο (το) 1. ενν. χρώμα. 2. {στον πληθ.} ενν. ρούχα: Ντυμένος στ' ~α. ● επίρρ.: ασπρόμαυρα: κυρ. στη σημ. 2. [< μεσν. *ασπρόμαυρος 2: αγγλ. black and white]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.