αστακός [ἀστακός] α-στα-κός ουσ. (αρσ.): ΖΩΟΛ. μεγαλόσωμο εδώδιμο θαλασσινό οστρακόδερμο (επιστ. ονομασ. Palinurus vulgaris) με μακρόστενο σώμα, δέκα πόδια και κεραίες: αγκαθωτός (: χωρίς δαγκάνες, σε αντιδιαστολή με την αστακοκαραβίδα)/μπλε ~. Βλ. μαλακόστρακα.|| (ΜΑΓΕΙΡ.) ~ βραστός/με μακαρόνια (= αστακομακαρονάδα)/σχάρας. ● Υποκ.: αστακουδάκι (το) ● ΦΡ.: οπλισμένος/αρματωμένος σαν αστακός & οπλισμένος μέχρι τα δόντια: για κάποιον ή κάτι που έχει εφοδιαστεί με πολύ βαρύ (εξ)οπλισμό: Άνδρες των ΜΑΤ ~οι ~.|| Πήγε για σκι ~ ~., σαν αστακός: σε υπερβολικό βαθμό: κόκκινος (= κατακόκκινος) από τον ήλιο/ντυμένος (: με πολλά και βαριά ρούχα) ~ ~. [< αρχ. ἀστακός]
μαλακόστρακα
μαλακόστρακα μα-λα-κό-στρα-κα ουσ. (ουδ.) (τα) {σπάν. στον εν. μαλακόστρακο}: ΖΩΟΛ. ομοταξία αρθρόποδων ζώων (Malacostraca), κυρ. υδρόβιων, το σώμα των οποίων διαιρείται συνήθ. σε τρία μέρη (κεφάλι, θώρακα, κοιλιά) και καλύπτεται από μαλακό όστρακο: Στα ~ ανήκουν οι αστακοί, οι γαρίδες, τα καβούρια και οι καραβίδες. [< αρχ. μαλακόστρακα, γαλλ. malacostracés]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.