Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 3 εγγραφές  [0-3]


  • αστείο [ἀστεῖο] α-στεί-ο ουσ. (ουδ.): οτιδήποτε λέγεται ή γίνεται για πείραγμα και προκαλεί γέλιο ή ευθυμία, ευχάριστη συνήθ. ανατροπή μιας κατάστασης: άνοστο/έξυπνο/επιτυχημένο/κακόγουστο/κρύο/ξεκαρδιστικό/πρωταπριλιάτικο/σαχλό/σεξιστικό/χαζό/χαριτωμένο/χοντρο(κομμένο) ~. Το ~ (της ημέρας) είναι ότι ... Πού βλέπεις/είναι το ~; Για ~ (: στα αστεία) το είπα. Ένα ~ έκανα (αστειεύτηκα) και το πήρε στα σοβαρά (= παρεξηγήθηκε). Γελάω/ενοχλούμαι με τ' ~α κάποιου. Άσε τ' ~α (= σοβαρέψου) και πες μου! Να λείπουν τ' ~, ας μιλήσουμε σοβαρά. (εμφατ.) Πέρα από/χωρίς ~α, πάντως, να προσέχεις, όταν οδηγείς τη μηχανή. Πβ. ανέκδοτο, αστεϊσμός, καλαμπούρι, πλάκα, φάρσα, χιούμορ, χωρατό. ● ΦΡ.: δεν παίρνω από αστεία: δεν δέχομαι αστεία, που συχνά έχουν στόχο εμένα· είμαι πολύ αυστηρός., δεν σηκώνει αστεία: για κάτι πολύ σοβαρό: Η κατάσταση ~ ~., ούτε για/γι' αστείο (εμφατ.): για κάτι που δεν γίνεται δεκτό σε καμιά περίπτωση: Αυτό μην το λες ~ ~., όχι αστεία (εμφατ.): προς επιβεβαίωση των λεγομένων: Κάνει ζέστη, ~ ~. Πβ. δεν είναι παίξε-γέλασε., στ' αστεία: για να προκληθεί γέλιο ή εύθυμη διάθεση· χωρίς σοβαρότητα: Δεν λέει τίποτα ~ ~ (= τα εννοεί αυτά που λέει). ΣΥΝ. αστεία (2) ΑΝΤ. στα σοβαρά, το αστείο του πράγματος/του θέματος/στην υπόθεση είναι ότι ...: για κάτι παράξενο, απρόσμενο: Τα φόρτωσαν όλα πάνω μου, αλλά ~ ~ εγώ δεν είχα ιδέα/δεν ήξερα τίποτα., μεταξύ σοβαρού και αστείου βλ. σοβαρός, τέλος/τέρμα/τέλειωσαν τα ψέματα/τ' αστεία/τα παραμύθια! βλ. ψέμα, το γύρισε στ' αστείο/στην πλάκα βλ. γυρίζω ● βλ. αστειάκι [< αρχ. ἀστεῖον 'ευφυολογία', γαλλ. plaisanterie]
  • αστείος , α, ο [ἀστεῖος] α-στεί-ος επίθ. ΣΥΝ. γελοίος 1. που προκαλεί γέλιο: ~α: γκριμάτσα/εικόνα. ~ο: ντύσιμο/περιστατικό. ~ες: ιστορίες (= ευτράπελες). ~α: ανέκδοτα/βιντεάκια/συμβάντα. Η πιο ~α κωμωδία της χρονιάς.|| (για πρόσ.) Είναι πολύ ~. Πβ. εύθυμος, κωμικός. ΑΝΤ. σοβαρός (4) 2. ασήμαντος, ανάξιος λόγου: ~ος: ισχυρισμός. ~α: δικαιολογία/κατάσταση/κατηγορία (= αβάσιμη). ~ο: επιχείρημα/ποσό/πρόβλημα. Δούλευε στο σπίτι έναντι ~ας αμοιβής (= πολύ μικρής, αμελητέας, μηδαμινής). Είναι ~ο να το συζητάμε. Συμβαίνουν ~α πράγματα (= απαράδεκτα, απίθανα). Πβ. παιδαριώδης.|| (προφ.-για εξετάσεις:) ~α θέματα (= πανεύκολα). ● ΦΡ.: το γελοίο(ν)/το αστείο της υπόθεσης/του πράγματος/του θέματος βλ. γελοίος [< αρχ. ἀστεῖος, γαλλ. plaisant]
  • αστειότητα [ἀστειότητα] α-στει-ό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.) 1. {χωρ. πληθ.} το να είναι κάτι αστείο: η ~ του γεγονότος/του θέματος. Εκδοχή που αγγίζει/ξεπερνά τα όρια της ~ας. (λόγ.) Χάριν ~ας/(λογιότ.) ~ος. Πβ. γελοι-, φαιδρ-ότητα. 2. {συνήθ. στον πληθ.} λόγια ή πράξεις που δεν έχουν σοβαρότητα: ευτράπελα/φληναφήματα και ~ες. Προσπαθεί να δικαιολογηθεί με ~ες. [< μτγν. ἀστειότης, γαλλ. plaisanterie]

αστειάκι

αστειάκι [ἀστειάκι] α-στει-ά-κι ουσ. (ουδ.) (προφ.-συνήθ. ειρων.): αστείο: αθώο ~. Παρατράβηξε το ~ με ... Λέμε και κανένα ~ πού και πού ... ~ια και γελάκια/πλακίτσες. Κάνουμε και ~ια; ● βλ. αστείο

γελοίος

γελοίος, α, ο [γελοῖος] γε-λοί-ος επίθ. ΣΥΝ. αστείος 1. που προκαλεί το γέλιο ή ειρωνικά, αποδοκιμαστικά σχόλια, λόγω έλλειψης σοβαρότητας και ευπρέπειας: Ακούγεται/δείχνει/έχει καταντήσει ~. Νιώθω ~ που ... Πβ. καταγέλαστος, φαιδρός.|| ~ο: θέαμα. ~α: ρούχα.|| ~ος: ισχυρισμός (= ανυπόστατος). ~α: απόφαση/δικαιολογία/εξήγηση/σκέψη/συζήτηση. ~α: αιτήματα/επιχειρήματα. Πβ. ανόητος, γκροτέσκος, ευτράπελος, κωμικός.|| Είναι ~ο να πιστεύει κανείς σε ...|| (υβριστ.) ~ο υποκείμενο! Είναι (ένας) ~! 2. ανάξιος, ασήμαντος, πολύ μικρής αξίας: ~α: τιμή. Πβ. ευτελής. ● επίρρ.: γελοία ● ΦΡ.: το γελοίο(ν)/το αστείο της υπόθεσης/του πράγματος/του θέματος: η γελοιότητα της κατάστασης: ~ ~ είναι ότι ... [< αρχ. γελοῖος]

γυρίζω

γυρίζω γυ-ρί-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {γύρι-σα, γυρί-στηκε, -σμένος, γυρίζ-οντας} & γυρνώ κ. -άω {-άς ..., -ώντας} 1. περιστρέφω: ~ τους δείκτες του ρολογιού/το κλειδί στην πόρτα/τη σούβλα. Μην ξεχάσεις να ~σεις το ρολόι μια ώρα μπροστά/πίσω.|| Η Γη/ο δορυφόρος ~ει. Μετά το μεθύσι ένιωθα όλα να ~ουν.|| (μτφ.) Η κυβέρνηση ~ει γύρω-γύρω από το πρόβλημα της ανεργίας (: δεν το αντιμετωπίζει ουσιαστικά). 2. στρέφω κάτι προς ορισμένη κατεύθυνση: ~ το βλέμμα.|| Με το που μπήκε στο δωμάτιο, όλοι ~σαν. ~σε στους πίσω και τους έκανε παρατήρηση. Δεν ~σε καν να με κοιτάξει. Τον φώναξα πολλές φορές, αλλά δεν ~σε. ~σε και μου είπε ότι ... Είχε ~σμένο το κεφάλι προς το μέρος της. Κοιμάται ~σμένη στο πλάι. 3. επιστρέφω: ~ από τις διακοπές/τη δουλειά/το εξωτερικό. ~ το βράδυ/την Κυριακή/πίσω. Γυρνώντας σπίτι (= καθώς γύριζα, στον γυρισμό), άκουγα ραδιόφωνο. Τηλεφώνησέ μου μόλις ~σεις. Τι ώρα είναι αυτή που ~σες πάλι; Μόλις τώρα ~σα. Θα ~σω με τα πόδια. (ως ευχή) Καλό ταξίδι και με το καλό να ~σετε! Βλ. ξανα~.|| (μτφ.) Συχνά ~ στα παλιά/στο παρελθόν/στο χθες (πβ. αναπολώ). Φέτος τον χειμώνα η μόδα ~ει (= επανέρχεται) στη δεκαετία του '60.|| Δεν μου ~σε ακόμη τα δανεικά. (στο ποδόσφαιρο) ~σε από αριστερά τη μπάλα στον τερματοφύλακα. 4. αναποδογυρίζω: ~ τα αβγά/την ομελέτα.|| Ο γιακάς σου έχει ~σει (: έχει έρθει το μέσα έξω). 5. αλλάζω: ~ κανάλι/πλευρό/σελίδα.|| (μτφ.) ~ουν τα πράγματα. ~σε η κατάσταση/η τύχη. Ο καιρός ~σε (σε βοριά/νοτιά). Πβ. μεταβάλλομαι. 6. περιφέρομαι, τριγυρίζω: ~ει όλο το βράδυ στους δρόμους/σε μπαράκια. ~ει με τον ένα και με τον άλλο (: βγαίνει, έχει ερωτική σχέση). Οι μασκαράδες γύριζαν από σπίτι σε σπίτι. Πού ~ες όλη μέρα; ~ει εδώ κι εκεί.|| Το νησί είναι πανέμορφο, αξίζει να το ~σετε (: να κάνετε τον γύρο του, βλ. περπατώ.). ~σε όλο τον κόσμο (: ταξίδεψε παντού).|| Μας ~σαν σε μουσεία, καταστήματα, ταβέρνες (= ξενάγησαν, πήγαν). 7. κινηματογραφώ: ~ ένα ντοκιμαντέρ/ένα σίριαλ/ταινία. Το φιλμ ~στηκε το 1970. Βλ. κακο-, καλο-γυρισμένος. ● ΦΡ.: γυρίζω με άδεια χέρια (προφ.): επιστρέφω άπρακτος: Πήγε για κυνήγι, αλλά γύρισε ~ ~., γυρίζω το μέσα έξω: βγάζω έξω αυτό που βρίσκεται από μέσα, αναστρέφω, αντιστρέφω: Γύρισε τα γάντια ~ ~., γυρίζω το παιχνίδι & το παιχνίδι γυρίζει: (κυρ. στο ποδόσφαιρο) για ανατροπή του σκορ και συνήθ. νίκη της ομάδας ή του παίκτη που έχανε προηγουμένως., μου γυρίζει/μου ανακατεύεται το στομάχι/μου γυρίζουν τ' άντερα (μτφ.-προφ.): με ενοχλεί υπερβολικά, μέχρι αηδίας: ~ ~ μόνο που το σκέφτομαι!, να πάει και να μη γυρίσει!: (αποτρεπτικά) για εξαιρετικά δυσάρεστο συμβάν., ρόδα είναι και γυρίζει/γυρίζει ο τροχός: για το ευμετάβλητο της τύχης. Πβ. έχει ο καιρός γυρίσματα., το γύρισε στ' αστείο/στην πλάκα (προφ.): έστρεψε τη συζήτηση προς το αστείο., το γύρισε στο σοβαρό (προφ.): έστρεψε την κουβέντα σε σοβαρά θέματα ή πήρε σοβαρό ύφος., το/τα γυρίζω (μτφ.-προφ.): αλλάζω γνώμη ή συνήθεια: Ενώ αρχικά είπε ότι θα με βοηθήσει, μετά μου τα γύρισε.|| Το ~σε (= στράφηκε) στη μαγειρική τώρα., τώρα που γυρίζει (προφ.): (ως προτροπή) σε περιπτώσεις που η έκβαση δεν έχει ακόμη κριθεί και οι προοπτικές είναι ανοιχτές: Έλα παίξε ~ ~ (: ενν. η ρουλέτα και γενικότ. σε τυχερά παιχνίδια)! Πάρτε προσκλήσεις ~ ~!, αλλάζει/γυρίζει το γούρι βλ. γούρι, αλλάζω/γυρίζω (την) κουβέντα/(τη) συζήτηση βλ. αλλάζω, αλλάζω/γυρίζω σε κάποιον μυαλά/κεφάλι/ιδέες βλ. αλλάζω, γυρίζει σαν (τη) σβούρα βλ. σβούρα, γυρίζει σαν την άδικη κατάρα βλ. κατάρα, γυρίζει/βουίζει το κεφάλι μου βλ. κεφάλι, γυρίζω/ανοίγω (μια) νέα σελίδα βλ. σελίδα, γυρίζω/στρέφω και το άλλο μάγουλο βλ. μάγουλο, γυρίζω/στρέφω/δείχνω την πλάτη/τα νώτα μου σε κάποιον/κάτι βλ. πλάτη, η τύχη μού γυρίζει την πλάτη βλ. τύχη, θα γυρίσει ο τροχός, θα χορτάσει κι ο φτωχός βλ. χορταίνω, ο κόσμος γύρισε ανάποδα/ήρθε τα πάνω κάτω βλ. κόσμος, όταν εσύ πήγαινες, εγώ ερχόμουν/γύριζα/γυρνούσα βλ. πηγαίνω & πάω, πολλές φορές πάει η στάμνα για νερό, μία πάει και δε(ν) γυρίζει βλ. στάμνα, το ποτάμι δε(ν) γυρίζει πίσω βλ. ποτάμι [< μεσν. γυρίζω, γαλλ. tourner, αγγλ. turn]

σοβαρός

σοβαρός, ή, ό σο-βα-ρός επίθ. 1. για άτομο στο οποίο μπορεί κάποιος να βασιστεί, αξιόπιστος· (για κάτι) που γίνεται, λέγεται με περίσκεψη και υπευθυνότητα: ~ός: άνθρωπος/επαγγελματίας/πελάτης/φορέας. ~ή: επιχείρηση. ~ό: κράτος. Πβ. υπεύθυνος.|| ~ός: (αισθηματικός) δεσμός/διάλογος/έλεγχος/σχεδιασμός. ~ή: αξιολόγηση/απόφαση/άποψη/ασχολία/γνωριμία/δουλειά/ενημέρωση/έρευνα (πβ. εμπεριστατωμένη)/εφημερίδα (πβ. έγκριτη)/καταγγελία/κριτική/μελέτη (πβ. εμβριθής)/πρόταση/συνεργασία/σχέση. ~ό: ερώτημα/προϊόν/σάιτ/συµπέρασµα/σχόλιο. ~ή αντιμετώπιση του προβλήματος. ~ή προσπάθεια για την επίλυση των εκκρεμοτήτων. Είναι ~ά πράγματα αυτά; ΑΝΤ. ασόβαρος 2. αξιόλογος, σπουδαίος· σημαντικός, μεγάλος: ~ός: ανταγωνιστής/αντίπαλος (πβ. υπολογίσιμος)/επιστήμονας. ~ή: λογοτεχνία/μουσική (πβ. κλασικός, βλ. ελαφρύς).|| ~ός: αγώνας. ~ή: αντίσταση/βοήθεια/δοκιμασία/δύναμη/ζημιά/ρήξη (στις σχέσεις τους). ~ό: εμπόδιο/ενδιαφέρον/κενό (πβ. δυσαναπλήρωτο)/μειονέκτημα/πλεονέκτημα/πλήγμα/προβάδισμα. ~ές: απώλειες/δυσκολίες/εξελίξεις/επιφυλάξεις. ~ά: λάθη/προβλήματα. ~ή κάμψη της αγοράς. Επικαλέστηκε ~ούς λόγους υγείας. (ειδικότ., για ποσότητα) ~ αριθμός παραμέτρων/τραυματιών. ~ή μείωση/πτώση των εξαγωγών. ~ό: έλλειμμα/ποσό. ΑΝΤ. ασήμαντος 3. που προκαλεί ανησυχία, κρίσιμος: ~ός: κίνδυνος/πόνος/σεισµός/τραυματισμός (πβ. βαρύς, δύσκολος, ΑΝΤ. επιπόλαιος)/υποσιτισμός. ~ή: αιμορραγία/αναπηρία/ανεπάρκεια/απειλή/ασθένεια/διαταραχή/εγχείριση/επιδείνωση/επιπλοκή/κρίση/ρύπανση. ~ό: ατύχημα/έγκλημα/κρούσμα/περιστατικό. ~ά: επεισόδια (: μεγάλης έκτασης). Η κατάσταση της υγείας του είναι ~ή. Πβ. επικίνδυνος. ΑΝΤ. ελαφρύς (5) 4. αυστηρός, μετρημένος, που δεν αφήνει περιθώρια για αστεία ή πολλές κουβέντες: ~ός: κύριος (πβ. αξιοπρεπής)/χαρακτήρας. ~ή: έκφραση (προσώπου). ~ό: βλέμμα (πβ. βλοσυρός)/ύφος. ~οί: τρόποι. Ας γίνουμε ~οί, μην παιδιαρίζουμε. Είναι/παραμένει ~ και προσγειωμένος. ΑΝΤ. αστείος, εύθυμος.|| (ειδικότ.) ~ό: ντύσιμο (πβ. κυριλέ, ΑΝΤ. έξαλλο, τολμηρό). ● επίρρ.: σοβαρά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] 1. με υπευθυνότητα: Δουλεύει ~ και προγραμματισμένα. Σκέφτομαι ~ να σπουδάσω μαθηματικός. 2. χωρίς σκοπό να προκληθεί γέλιο ή εύθυμη διάθεση: Μιλάω ~, δεν αστειεύομαι.|| (μονολεκτικά, για να δηλωθεί έκπληξη) -Παντρεύομαι! -~ (= αλήθεια); 3. σε κρίσιμη κατάσταση: Αρρώστησε/τραυματίστηκε ~ (= βαριά). 4. μετρημένα, ευπρεπώς: Ντύνεται ~. ● ΣΥΜΠΛ.: σοβαρές προθέσεις βλ. πρόθεση ● ΦΡ.: είσαι σοβαρός; (προφ.): για να δηλωθεί έντονη αντίθεση και επίκριση: Μα καλά, ~ ~ τώρα; Είναι δυνατόν να λες τέτοιες γελοιότητες; , μεταξύ σοβαρού και αστείου & μεταξύ αστείου και σοβαρού: για κάτι που λέγεται ως αστείο, αλλά έχει βάση, δόση αλήθειας., στα σοβαρά: χωρίς εύθυμη διάθεση· με σοβαρότητα: Κάνω/σκέφτομαι/συζητώ κάτι ~ ~. Μην τον παίρνεις ~ ~ (: μην του δίνεις σημασία). Κανείς δεν πιστεύει ~ ~ ότι ... ΑΝΤ. αστεία (2), στ' αστεία [< γαλλ. (prendre) au sérieux] , με σοβαρό σκοπό βλ. σκοπός, με/χωρίς (μεγάλες/σοβαρές) αξιώσεις βλ. αξίωση, το γύρισε στο σοβαρό βλ. γυρίζω [< αρχ. σοβαρός 'ορμητικός, πομπώδης', ιταλ. serioso, γαλλ. sérieux]

ψέμα

ψέμα ψέ-μα ουσ. (ουδ.) {ψέμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. ισχυρισμός εσκεμμένα αναληθής, με σκοπό την απόκρυψη ή παραποίηση της αλήθειας: αθώο/αισχρό/βολικό/ελεεινό/κακόβουλο/καραμπινάτο/κατάφωρο/μικρό/τεράστιο/πρωταπριλιάτικο/συνειδητό/χοντρό ~. Απροκάλυπτα/ασύστολα/επικίνδυνα/συνηθισμένα/τερατώδη (= τερατολογίες)/χονδροειδή ~ατα. Είναι ~ ότι ... (πβ. μούσι, μούφα, φόλα). Μας έχει φλομώσει/ταράξει στα ~ατα. Είναι όλα ~ατα (= ανακρίβειες, αναλήθειες, μυθεύματα, χαλκεύματα, παραμύθια). Άσ' τα ~ατα, δεν σε πιστεύω! Μας έχει αραδιάσει ένα σωρό ~ατα (ή λόγ., σωρεία ~άτων)/του κόσμου τα ~ατα/~ατα με ουρά! Διαδίδει ~ατα (= ψευδολογίες, ψευτιές). Πβ. ψεύδος. Το ~ είναι το αλάτι της αλήθειας (παροιμ.). || Έχει βουλιάξει/ζει μες στο ~. Πβ. απάτη, πλάνη1, φενάκη. 2. (κατ' επέκτ.) οτιδήποτε δεν μπορεί να υπάρξει ή είναι μάταιο, απατηλό: Πιστεύει ότι ο παντοτινός έρωτας είναι ένα ~ (= μύθος). ● Υποκ.: ψεματάκι (το) ● Μεγεθ.: ψεματάρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: λευκό ψέμα: που λέγεται σκόπιμα από κάποιον, για να αποφύγει μια δυσάρεστη ή άβολη κατάσταση, και δεν εμπεριέχει δόλο ούτε έχει αρνητικές συνέπειες. Πβ. (τα) κατά συνθήκη(ν) ψεύδη. [< αγγλ. white lie] ● ΦΡ.: κακά τα ψέματα (προφ.): ας μην τρέφουμε αυταπάτες, ας μη γελιόμαστε: ~ ~, χρειάζεται πολλή προσπάθεια, για να πετύχουμε. Έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας, ~ ~!, με τα ψέματα (κυρ. προφ.): χωρίς να το καταλάβω ή χωρίς (ιδιαίτερη) προσπάθεια: ~ ~ πέρασε η ώρα!|| ~ ~ δεν γίνεται δουλειά!, πες το ψέματα! (προφ.): ως επιβεβαίωση των λόγων του συνομιλητή μας: -Χρειάζεσαι ξεκούραση! -~ ~ (: έχεις δίκιο, σωστά)!, σαν ψέμα/ψέματα (προφ.): για κάτι που φαντάζει απίστευτο: Μου φαίνεται ~ ~ που είσαι εδώ/ότι θα τον ξαναδώ (: είμαι πολύ συγκινημένος/η). Ακούγεται ~ ~!, στα ψέματα/στα ψεύτικα (προφ.): χωρίς να ισχύει στην πραγματικότητα: Το είπε ~ ~ (πβ. στ' αστεία. ΑΝΤ. στα σοβαρά.). Έκανε ~ ~ την χαρούμενη (: προσποιητά, υποκριτικά). ΑΝΤ. στ' αλήθεια., τέλος/τέρμα/τέλειωσαν τα ψέματα/τ' αστεία/τα παραμύθια! & σώθηκαν τα ψέματα (προφ.): δεν υπάρχουν πια άλλα περιθώρια, η κατάσταση έχει φτάσει στο απροχώρητο: ~ ~, ξεκινώ δίαιτα/πρέπει να φύγω/ώρα για διάβασμα!, το ψέμα έχει κοντά ποδάρια (παροιμ.): αποκαλύπτεται γρήγορα. || (με την ίδια σημ. και το γνωμ.) Το ~ ποτέ δεν ζει για να γεράσει. [< μεσν. ψέμα]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.