αστειάκι [ἀστειάκι] α-στει-ά-κι ουσ. (ουδ.) (προφ.-συνήθ. ειρων.): αστείο: αθώο ~. Παρατράβηξε το ~ με ... Λέμε και κανένα ~ πού και πού ... ~ια και γελάκια/πλακίτσες. Κάνουμε και ~ια; ● βλ. αστείο
αστείο
αστείο [ἀστεῖο] α-στεί-ο ουσ. (ουδ.): οτιδήποτε λέγεται ή γίνεται για πείραγμα και προκαλεί γέλιο ή ευθυμία, ευχάριστη συνήθ. ανατροπή μιας κατάστασης: άνοστο/έξυπνο/επιτυχημένο/κακόγουστο/κρύο/ξεκαρδιστικό/πρωταπριλιάτικο/σαχλό/σεξιστικό/χαζό/χαριτωμένο/χοντρο(κομμένο) ~. Το ~ (της ημέρας) είναι ότι ... Πού βλέπεις/είναι το ~; Για ~ (: στα αστεία) το είπα. Ένα ~ έκανα (αστειεύτηκα) και το πήρε στα σοβαρά (= παρεξηγήθηκε). Γελάω/ενοχλούμαι με τ' ~α κάποιου. Άσε τ' ~α (= σοβαρέψου) και πες μου! Να λείπουν τ' ~, ας μιλήσουμε σοβαρά. (εμφατ.) Πέρα από/χωρίς ~α, πάντως, να προσέχεις, όταν οδηγείς τη μηχανή. Πβ. ανέκδοτο, αστεϊσμός, καλαμπούρι, πλάκα, φάρσα, χιούμορ, χωρατό. ● ΦΡ.: δεν παίρνω από αστεία: δεν δέχομαι αστεία, που συχνά έχουν στόχο εμένα· είμαι πολύ αυστηρός., δεν σηκώνει αστεία: για κάτι πολύ σοβαρό: Η κατάσταση ~ ~., ούτε για/γι' αστείο (εμφατ.): για κάτι που δεν γίνεται δεκτό σε καμιά περίπτωση: Αυτό μην το λες ~ ~., όχι αστεία (εμφατ.): προς επιβεβαίωση των λεγομένων: Κάνει ζέστη, ~ ~. Πβ. δεν είναι παίξε-γέλασε., στ' αστεία: για να προκληθεί γέλιο ή εύθυμη διάθεση· χωρίς σοβαρότητα: Δεν λέει τίποτα ~ ~ (= τα εννοεί αυτά που λέει). ΣΥΝ. αστεία (2) ΑΝΤ. στα σοβαρά, το αστείο του πράγματος/του θέματος/στην υπόθεση είναι ότι ...: για κάτι παράξενο, απρόσμενο: Τα φόρτωσαν όλα πάνω μου, αλλά ~ ~ εγώ δεν είχα ιδέα/δεν ήξερα τίποτα., μεταξύ σοβαρού και αστείου βλ. σοβαρός, τέλος/τέρμα/τέλειωσαν τα ψέματα/τ' αστεία/τα παραμύθια! βλ. ψέμα, το γύρισε στ' αστείο/στην πλάκα βλ. γυρίζω ● βλ. αστειάκι [< αρχ. ἀστεῖον 'ευφυολογία', γαλλ. plaisanterie]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.