αστραπή [ἀστραπή] α-στρα-πή ουσ. (θηλ.) 1. ΓΕΩΦ. έντονη και σύντομη λάμψη που προκαλείται από ηλεκτρική εκκένωση στην ατμόσφαιρα ανάμεσα σε δύο διαφορετικά σύννεφα ή σε τμήματα του ίδιου σύννεφου: σφαιρικές ~ές (: που μοιάζουν με φωτεινές σφαίρες). Μια ~ φώτισε τον ουρανό. Το φως της ~ής και ο ήχος της βροντής. Κεραυνοί/μπουμπουνητά και ~ές. ~ές και καταιγίδες. Πέφτουν/ρίχνει ~ές (= αστράφτει).|| (λόγ.) Εν μέσω ~ών και βροχής. Βλ. αστροπελέκι.|| (μτφ.) Μάτια που πετούσαν ~ές (= σπίθες, φλόγες, φωτιές). 2. (μτφ.) για να δηλωθεί κάτι πολύ γρήγορο, σύντομο, βιαστικό: (ως παραθετικό σύνθ.) επίσκεψη-/ταξίδι-~. Πόλεμος-~ (: που είχε πάρα πολύ μικρή διάρκεια). Γκολ-~ (: που μπήκε στην αρχή του παιχνιδιού). Δίαιτες-~ και διατροφικές ακρότητες. Πβ. εξπρές.|| (με επιρρ. χρ.) Έφυγε ~. Πβ. βολίδα, πύραυλος, σφαίρα. ● ΦΡ.: καθαρός ουρανός αστραπές δεν φοβάται (παροιμ.): ο τίμιος και ευσυνείδητος δεν φοβάται την κριτική και τον έλεγχο., με αστραπιαία ταχύτητα/με ταχύτητα αστραπής: πάρα πολύ γρήγορα: Οι φλόγες εξαπλώθηκαν ~ ~. Οι φήμες κυκλοφορούν ~ ~., σαν αστραπή1. πάρα πολύ γρήγορα: Όλα έγιναν ~ ~. Νέο που διαδόθηκε ~ ~. Το τρένο περνούσε ~ ~. Έτρεξε/όρμησε ~ ~.2. για να δηλωθεί κάτι πολύ φωτεινό, λαμπερό: Τα μάτια έλαμπαν ~ ~ές μες στο σκοτάδι. [< γαλλ. comme un éclair] [< αρχ. ἀστραπή 2: γαλλ. éclair]
αστροπελέκι
αστροπελέκι [ἀστροπελέκι] α-στρο-πε-λέ-κι ουσ. (ουδ.) (προφ.): κεραυνός: βροντές κι ~ια.|| (μτφ., για κάτι αναπάντεχο:) Η είδηση έπεσε σαν ~ (= κεραυνός (εν αιθρία). [< μεσν. αστροπελέκι(ν)]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.