Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αστραπή [ἀστραπή] α-στρα-πή ουσ. (θηλ.) 1. ΓΕΩΦ. έντονη και σύντομη λάμψη που προκαλείται από ηλεκτρική εκκένωση στην ατμόσφαιρα ανάμεσα σε δύο διαφορετικά σύννεφα ή σε τμήματα του ίδιου σύννεφου: σφαιρικές ~ές (: που μοιάζουν με φωτεινές σφαίρες). Μια ~ φώτισε τον ουρανό. Το φως της ~ής και ο ήχος της βροντής. Κεραυνοί/μπουμπουνητά και ~ές. ~ές και καταιγίδες. Πέφτουν/ρίχνει ~ές (= αστράφτει).|| (λόγ.) Εν μέσω ~ών και βροχής. Βλ. αστροπελέκι.|| (μτφ.) Μάτια που πετούσαν ~ές (= σπίθες, φλόγες, φωτιές). 2. (μτφ.) για να δηλωθεί κάτι πολύ γρήγορο, σύντομο, βιαστικό: (ως παραθετικό σύνθ.) επίσκεψη-/ταξίδι-~. Πόλεμος-~ (: που είχε πάρα πολύ μικρή διάρκεια). Γκολ-~ (: που μπήκε στην αρχή του παιχνιδιού). Δίαιτες-~ και διατροφικές ακρότητες. Πβ. εξπρές.|| (με επιρρ. χρ.) Έφυγε ~. Πβ. βολίδα, πύραυλος, σφαίρα. ● ΦΡ.: καθαρός ουρανός αστραπές δεν φοβάται (παροιμ.): ο τίμιος και ευσυνείδητος δεν φοβάται την κριτική και τον έλεγχο., με αστραπιαία ταχύτητα/με ταχύτητα αστραπής: πάρα πολύ γρήγορα: Οι φλόγες εξαπλώθηκαν ~ ~. Οι φήμες κυκλοφορούν ~ ~., σαν αστραπή 1. πάρα πολύ γρήγορα: Όλα έγιναν ~ ~. Νέο που διαδόθηκε ~ ~. Το τρένο περνούσε ~ ~. Έτρεξε/όρμησε ~ ~. 2. για να δηλωθεί κάτι πολύ φωτεινό, λαμπερό: Τα μάτια έλαμπαν ~ ~ές μες στο σκοτάδι. [< γαλλ. comme un éclair] [< αρχ. ἀστραπή 2: γαλλ. éclair]

αστροπελέκι

αστροπελέκι [ἀστροπελέκι] α-στρο-πε-λέ-κι ουσ. (ουδ.) (προφ.): κεραυνός: βροντές κι ~ια.|| (μτφ., για κάτι αναπάντεχο:) Η είδηση έπεσε σαν ~ (= κεραυνός (εν αιθρία). [< μεσν. αστροπελέκι(ν)]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.