Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ασυμμόρφωτος , η, ο [ἀσυμμόρφωτος] α-συμ-μόρ-φω-τος επίθ.: που δεν έχει συμμορφωθεί, προσαρμοστεί: (αρνητ. συνυποδ.) ~ος: οδηγός. Πβ. αδιόρθωτος, ασυμμάζευτος.|| Δάνειες λέξεις ~ες (ενν. με το σύστημα μιας άλλης γλώσσας) και άκλιτες.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.