ασφαλής , ής, ές [ἀσφαλής] α-σφα-λής επίθ. {ασφαλ-ούς | -είς (ουδ. -ή)· ασφαλέστ-ερος, -ατος} 1. που δεν εκθέτει κάποιον ή κάτι σε κίνδυνο, που παρέχει ασφάλεια: ~ής: μεταφορά/οδήγηση/πτήση/συσκευασία/χώρα. ~ές: αίμα (: δεν έχει μολυνθεί· βλ. έιτζ, ηπατίτιδα)/δίκτυο (προστασίας)/καταφύγιο/λιμάνι/μέλλον (= βέβαιο)/όριο (ραδιενέργειας, ταχύτητας)/περιβάλλον/προϊόν/ταξίδι/φάρμακο (βλ. δραστικό). ~είς: διακοπές/συναλλαγές/συνθήκες (εργασίας). ~ πλοήγηση στο διαδίκτυο. Φυλάει τα χρήματά του σε ~ές μέρος. Σε ~ή (= σίγουρα) χέρια. Βλ. πυρ~. ΣΥΝ. ακίνδυνος ΑΝΤ. επικίνδυνος, επισφαλής (1) 2. (κυρ. για πρόσ.) που δεν βρίσκεται σε κίνδυνο, που δεν απειλείται, που αισθάνεται ασφάλεια: απόλυτα/οικονομικά ~. Χωρίς εργασία δεν αισθάνομαι ~ για το μέλλον. Αν γίνει σεισμός, να πας σε σημείο όπου θα είσαι ~ (= προστατευμένος). ΑΝΤ. ανασφαλής 3. που ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, σίγουρος, αξιόπιστος, έγκυρος: ~ής: υπολογισμός. ~ής: γνώση/επιλογή/υπόθεση. ~ές: συμπέρασμα (= εξακριβωμένο). Σύμφωνα με ~είς πηγές/πληροφορίες/προβλέψεις, ... (= ακριβείς, αληθείς). ~ής: επικράτηση/νίκη (= βέβαιη). ~ή: αποτελέσματα/κέρδη. ● ΦΡ.: εκ του ασφαλούς (λόγ.): από σίγουρη θέση, χωρίς να διακινδυνεύσει κάποιος κάτι: Αποφαίνομαι/κρίνω/μιλώ ~ ~., για του λόγου το αληθές/το ασφαλές βλ. αληθής, ουδείς ασφαλέστερος εχθρός του ευεργετηθέντος βλ. εχθρός ● βλ. ασφαλώς [< 1,2: αρχ. ἀσφαλής, γαλλ. sûr, αγγλ. safe 3: γαλλ. infaillible]
αληθής
αληθής, ής, ές [ἀληθής] α-λη-θής επίθ. {αληθ-ούς | -είς (ουδ. -ή)∙ αληθέστ-ερος, -ατος} (επίσ.): αληθινός: ~ής: ισχυρισμός. ~ής: περιγραφή. ~ές: συμπέρασμα. ~είς: δηλώσεις. Οι πληροφορίες του αποδείχτηκαν ~είς. Όλα τα στοιχεία που δόθηκαν είναι ~ή. Πβ. πραγματικός. Βλ. φιλαλήθης.|| (ΜΑΘ.) ~ής: συνθήκη. Οι ~είς τιμές μιας πρότασης. Πβ. έγκυρος. ΑΝΤ. αναληθής, ψευδής ● Ουσ.: αληθές (το): η αλήθεια: Πρέπει να ελεγχθεί/εξακριβωθεί το ~ των πληροφοριών/στοιχείων. ● ΦΡ.: για του λόγου το αληθές/το ασφαλές (λόγ.): για να επιβεβαιωθεί η αλήθεια των λόγων κάποιου: Και ~ ~, σας προσκομίζω τα εξής στοιχεία ..., γλώσσα/γλώττα λανθάνουσα (τ' αληθή/(την) αλήθεια(ν) λέγει) βλ. λανθάνων ● βλ. αληθώς [< αρχ. ἀληθής]
ασφαλώς
ασφαλώς[ἀσφαλῶς] α-σφα-λώς επίρρ. (λόγ.) 1. σίγουρα, βεβαίως, οπωσδήποτε: ~ δύσκολη υπόθεση.|| (επιτατ.) -Σωστή απόφαση; -~! Και ~ γνωρίζεις ότι ... ~ και είμαστε υπεύθυνοι. Πβ. σαφώς.2. με ασφάλεια, σιγουριά: Ο ασθενής μεταφέρθηκε ~ στο νοσοκομείο. ● βλ. ασφαλής [< αρχ. ἀσφαλῶς]
έιτζ
έιτζ[ἔιτζ] έ-ιτζ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & AIDS: θανατηφόρα ασθένεια που προκαλείται από τον Ιό της Ανθρώπινης Ανοσοανεπάρκειας (HIV), προσβάλλει το ανοσοποιητικό σύστημα και μεταδίδεται κυρ. με σεξουαλική επαφή ή μέσω του αίματος: η αντιμετώπιση της εξάπλωσης/καταπολέμηση/μάστιγα του ~. Πρόληψη και προστασία κατά του ~. Παγκόσμια ημέρα του ~ (: η 1η Δεκεμβρίου). Φορείς και ασθενείς του ~. Βλ. λεμφοκύτταρα. ΣΥΝ. σύνδρομο επίκτητης ανοσοανεπάρκειας/ανοσολογικής ανεπάρκειας [< αγγλ. AIDS (Acquired Immune Deficiency Syndrome), 1982]
εχθρός
εχθρός[ἐχθρός] ε-χθρός ουσ. (αρσ.) {σπάν. θηλ. εχθρά} & (λαϊκό) εχτρός, οχτρός ΑΝΤ. φίλος 1. πρόσωπο που εχθρεύεται κάποιον ή/και προσπαθεί να τον βλάψει ή να τον αποτρέψει από το να κάνει κάτι: αδιάλλακτος/αιώνιος/άσπονδος/μισητός/ορκισμένος ~. Έχει (κάνει) πολλούς ~ούς.|| (μτφ.) Αμείλικτος/δηλωμένος/φανατικός ~ της ανάπτυξης/δημοκρατίας (= πολέμιος). Βλ. οπαδός.2. (για χώρα ή στρατό) αντίπαλος: αιώνιος/ανίκητος/επικίνδυνος/κοινός ~. Έφοδος/επέλαση/προέλαση/υποχώρηση του ~ού. Αντιμετώπιση/απώθηση/συντριβή του ~ού. Πράκτορας του ~ού. Η (αριθμητική) υπεροχή/η βάση/οι γραμμές/οι δυνάμεις/οι θέσεις του ~ού. Έπεσαν στα χέρια των ~ών. ΑΝΤ. σύμμαχος (1) 3. (μτφ.) απειλή, κίνδυνος: αθέατοι/αόρατοι/θανάσιμοι/κρυφοί/ύπουλοι ~οί της υγείας. Καταπολέμηση των ~ών των φυτών. ● ΦΡ.: ουδείς ασφαλέστερος εχθρός του ευεργετηθέντος (αρχαία ρήση): ο πιο βέβαιος εχθρός κάποιου είναι το πρόσωπο που έχει ευεργετήσει., ούτε στον χειρότερο εχθρό μου: για κάτι πολύ δυσάρεστο που μου συνέβη: ~ ~ δεν θα ευχόμουν να πάθει τα ίδια!, άμα/όταν έχεις τέτοιους φίλους, τι τους θέλεις τους εχθρούς; βλ. φίλος, κηρυγμένος εχθρός βλ. κηρύσσω & κηρύττω, να σκάσουν οι εχθροί μας βλ. σκάω, ο εχθρός του καλού είναι το καλύτερο βλ. καλό [< αρχ. ἐχθρός]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.