Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ατσίδα [ἀτσίδα] α-τσί-δα ουσ. (θηλ.) 1. & ατσίδας (ο): (μτφ.) πρόσωπο πολύ έξυπνο ή πονηρό, καπάτσο: Είναι ~ στις κατασκευές/στα νομικά (= αετός, ξεφτέρι, ξουράφι, σαΐνι, σπίρτο, τσακάλι, φισέκι). (προφ.-ενίοτε ειρων.) ~ είσαι! ~ μου εσύ, με την πρώτη τα πιάνεις!|| (ειρων.) Οι ~ες της «αρπαχτής»/της πολιτικής.|| (ως επίθ.) ~ δημοσιογράφος. ~ες: έμποροι. Πβ. καπάτσος, μάρκα. 2. (διαλεκτ.) νυφίτσα. [< μεσν. ατσίδα]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.