Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ατύχημα [ἀτύχημα] α-τύ-χη-μα ουσ. (ουδ.) {ατυχήμ-ατος | -ατα}: δυσάρεστο, τυχαίο συμβάν που επιφέρει βλάβη, τραυματισμό: αυτοκινητι(στι)κό/βιομηχανικό/θαλάσσιο/θανατηφόρο/ναυτικό/πυρηνικό/σιδηροδρομικό/σοβαρό/τραγικό ~. Προσομοίωση ~ατος (πβ. κρας τεστ). Οδικά/περιβαλλοντικά/τεχνολογικά ~ατα. Αντιμετώπιση/μείωση/πρόληψη ~άτων. ~ σε αγώνα/εργοστάσιο. Οδική βοήθεια σε περίπτωση ~ατος (= τροχαίου). Έγινε/έπαθε/συνέβη ~. Το ~ αποφεύχθηκε την τελευταία στιγμή/προκλήθηκε από μηχανική βλάβη. Εκφράζω τη λύπη μου/ευθύνομαι για το ~. Πβ. δυστύχημα. Βλ. καραμπόλα, τρακάρισμα.|| Είχε το ~ (= την ατυχία) να χάσει τη δουλειά του. Το ~ είναι ότι ... (= το δυσάρεστο, ΑΝΤ. ευτύχημα). Βλ. μικρο~. ● ΣΥΜΠΛ.: εργατικό ατύχημα & εργατικό δυστύχημα: ΝΟΜ. που συμβαίνει κατά την ώρα εργασίας. [< γαλλ. accident du travail] , τροχαίο ατύχημα/δυστύχημα βλ. τροχαίος [< αρχ. ἀτύχημα, γαλλ. accident]

καραμπόλα

καραμπόλα κα-ρα-μπό-λα ουσ. (θηλ.) 1. σύγκρουση περισσότερων από δύο οχημάτων κατά την οποία το ένα πέφτει πάνω στο άλλο: αιματηρή/επικίνδυνη/θανατηφόρα/πολλαπλή/πολύνεκρη/φονική ~. ~ πέντε αυτοκινήτων (στην εθνική). 2. (μτφ.) αλυσιδωτή διαδοχή αρνητικών συνήθ. γεγονότων: ~ αλλαγών/ανατιμήσεων (πβ. μπαράζ)/εξελίξεων (πβ. ντόμινο).|| (σπάν.) Πήρε τη θέση από ~ (: λόγω συγκυριών· ΣΥΝ. από σπόντα). 3. (στο μπιλιάρδο) επιτυχημένο χτύπημα κατά το οποίο η μπάλα του παίκτη καταφέρνει να χτυπήσει τις δύο άλλες· κατ' επέκτ. το γαλλικό μπιλιάρδο, όπου νικητής αναδεικνύεται όποιος καταφέρει τα περισσότερα τέτοιου είδους χτυπήματα: Έβγαλε/έκανε δέκα ~ες στη σειρά. Βλ. φάλτσο.|| Παίζει και αμερικάνικο και ~. 4. ΒΟΤ. τροπικό κιτρινοπράσινο φρούτο (επιστ. ονομασ. Averrhoa Carambola) με λεπτή φλούδα και γλυκόξινη γεύση, το οποίο μοιάζει με αστέρι· συνεκδ. το αντίστοιχο δέντρο. [< 1-3: γαλλ. carambole ΄κόκκινη μπάλα του μπιλιάρδου΄, carambolage 4: αγγλ. carambola]

τροχαίος

τροχαίος [τροχαῖος] τρο-χαί-ος ουσ. (αρσ.): ΜΕΤΡ. μετρικός πόδας που αποτελείται στη νεοελληνική μετρική από μία τονισμένη και μία άτονη συλλαβή και στην αρχαία ελληνική από μία μακρά και μία βραχεία· κατ' επέκτ. ο αντίστοιχος στίχος. Βλ. ανάπαιστος, δάκτυλος, ίαμβος. [< αρχ. τροχαῖος, γαλλ. trochée, αγγλ. trochee]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.