Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 3 εγγραφές  [0-3]


  • αυθαίρετο [αὐθαίρετο] αυ-θαί-ρε-το ουσ. (ουδ.) {αυθαιρέτ-ου}: παράνομο κτίσμα που έχει οικοδομηθεί κατά παράβαση ή καθ' υπέρβαση των όρων δόμησης (εκτός σχεδίου πόλεως, σε προστατευόμενη περιοχή, χωρίς άδεια): κατεδάφιση/νομιμοποίηση/πρόστιμα/τακτοποίηση ~ων.
  • αυθαίρετος , η, ο [αὐθαίρετος] αυ-θαί-ρε-τος επίθ.: που δεν συμφωνεί με ισχύοντες κανόνες, νόμους ή με ισχύουσες αρχές, συνήθειες, αλλά διαμορφώνεται σύμφωνα με την προσωπική αντίληψη, βούληση ή προαίρεση: ~ος: ισχυρισμός/ορισμός/χαρακτηρισμός. ~η: απόφαση/άποψη (= αθεμελίωτη, αναπόδεικτη, ατεκμηρίωτη, ΑΝΤ. αποδεδειγμένη, θεμελιωμένη, τεκμηριωμένη)/ερμηνεία/χρήση. ~ο: συμπέρασμα (= αβάσιμο, ανυπόστατο, ΑΝΤ. βάσιμο). ~οι: έλεγχοι/όροι (= καταχρηστικοί). ~ες: κρίσεις. Επιλογή με ~α κριτήρια.|| (ως ουσ.-λόγ.) (ΓΛΩΣΣ.) Το ~ο του γλωσσικού σημείου (πβ. αυθαιρεσία, συμβατικότητα).|| ~η: δόμηση (= παράνομη). ~α: κτίσματα (= αυθαίρετα). ~ες: κατασκευές. Νομιμοποιούνται ~οι οικισμοί. ● επίρρ.: αυθαίρετα & (λόγ.) αυθαιρέτως [< αρχ. αὐθαίρετος, γαλλ. arbitraire]
  • αυθαιρετούχος [αὐθαιρετοῦχος] αυ-θαι-ρε-τού-χος ουσ. (αρσ.) (επίσ.): κάτοχος αυθαιρέτου. Βλ. -ούχος1.

-ούχος1

-ούχος1 (λόγ.): επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών∙ δηλώνει αυτόν που (κατ)έχει ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: εκατομμυρι~/κεφαλαι~/οικοπεδ~. Συνταξι~.|| Aδει~/δικαι~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.