Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αυταξία [αὐταξία] αυ-τα-ξί-α ουσ. (θηλ.) (απαιτ. λεξιλόγ.) 1. εγγενής αξία: η ~ της γνώσης/παιδείας/φύσης. Η ανθρώπινη ζωή αναγνωρίζεται ως ~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Το χρήμα ως ~ (= αυτοσκοπός). 2. αξία που αποδίδει κάποιος στον εαυτό του: αυτοεκτίμηση και ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.