Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αυτοκίνηση [αὐτοκίνηση] αυ-το-κί-νη-ση ουσ. (θηλ.) 1. κίνηση που γίνεται με τεχνολογικά μέσα, αυτόματα, ειδικότ. που σχετίζεται με το αυτοκίνητο: αγωνιστική ~ (πβ. ράλι)/οικολογική ~. Εναλλακτικές μορφές/τεχνολογία ~ης. 2. ΦΙΛΟΣ. αυτόματη κίνηση: ~ της ιδέας/της ύλης. [< 1: αγγλ. autokinesis, 1949 2: μτγν. αὐτοκίνησις]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.