αυτοκινητάκι[αὐτοκινητάκι] αυ-το-κι-νη-τά-κι ουσ. (ουδ.) (υποκ.) 1. μικρό αυτοκίνητο: τρίκυκλο ~. ~ του γκολφ. Βενζινοκίνητα ~α (βλ. καρτ). 2. μινιατούρα αυτοκινήτου ως παιχνίδι ή συλλεκτικό αντικείμενο: κουρδιστό/μεταλλικό/πλαστικό/τηλεκατευθυνόμενο ~. ● ΣΥΜΠΛ.: συγκρουόμενα (αυτοκινητάκια) βλ. συγκρούομαι
αυτόματος, η, ο [αὐτόματος] αυ-τό-μα-τος επίθ. 1. που γίνεται ή λειτουργεί μηχανικά, χωρίς άμεση ανθρώπινη παρέμβαση: ~ος: διακόπτης/έλεγχος (κειμένου)/(ΠΛΗΡΟΦ.) εντοπισμός γλώσσας/κλιματισμός/μετεωρολογικός σταθμός/μηχανισμός/υπολογισμός/φωτισμός. ~η: αναζήτηση/ανανέωση (λογισμικού, χρόνου ομιλίας)/δημιουργία/διαδικασία/διόρθωση/εγκατάσταση/ειδοποίηση/έκδοση/εκτύπωση/εστίαση/καταχώριση/κλήση (στο ίντερνετ)/μεταφορά (δεδομένων). ~ο: πότισμα. ~οι: ρυθμιστές (υγρασίας). Βλ. ημι~, υπερ~, χειροκίνητος. 2. που συμβαίνει χωρίς καθυστέρηση: ~η: ενημέρωση/εξόφληση/εξυπηρέτηση/μείωση/μετατροπή. Πβ. άμεσος. 3. που γίνεται ασυνείδητα: ~ος: συνειρμός. ~ες: κινήσεις. ~α: αντανακλαστικά. Πβ. ακούσιος, ασυναίσθητος, μηχανικός. Βλ. εκούσιος, συνειδητός. ● επίρρ.: αυτόματα & (λόγ.) αυτομάτως 1. χωρίς την επέμβαση εξωτερικού παράγοντα, με αυτόματο τρόπο: Η σύνδεση γίνεται ~. Η μηχανή ανάβει/ανοίγει/κλείνει/σβήνει ~. Το σύστημα (απ)ενεργοποιείται/λειτουργεί ~. 2. αμέσως, πάραυτα: Η υλοποίηση του έργου επιφέρει ~ και τη λύση της σύμβασης έργου. 3. χωρίς σκέψη, ασυναίσθητα, μηχανικά: Εξέφρασε ~ την προτίμησή του. ● ΣΥΜΠΛ.: αυτόματο αυτοκίνητο: ΤΕΧΝΟΛ. αυτοκίνητο χωρίς συμπλέκτη, στο οποίο οι ταχύτητες αλλάζουν αυτόματα ανάλογα με την ταχύτητα που αναπτύσσεται., αυτόματη ανάφλεξη βλ. ανάφλεξη, αυτόματη γραφή βλ. γραφή, αυτόματη έκτρωση βλ. έκτρωση, αυτόματη μετάδοση βλ. μετάδοση, αυτόματη μετάφραση βλ. μετάφραση, Αυτόματη Ταμειολογιστική/Ταμειακή Μηχανή βλ. μηχανή, αυτόματο διαζύγιο βλ. διαζύγιο, αυτόματος μεταφραστής βλ. μεταφραστής, μεταφράστρια, αυτόματος πιλότος βλ. πιλότος, αυτόματος πωλητής βλ. πωλητής, πωλήτρια, αυτόματος τηλεφωνητής βλ. τηλεφωνητής, τηλεφωνήτρια, φόρος αυτόματου υπερτιμήματος βλ. φόρος [< αρχ. αὐτόματος, γαλλ. automatique, αγγλ. automatic]
-βιομηχανία: β' συνθετικό θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά σε βιομηχανία παραγωγής ορισμένου προϊόντος: αερο~/αλευρο~/αρτο~/αυτοκινητο~/γαλακτο~/καπνο~/μεταλλο~/σοκολατο~/τσιμεντο~/φαρμακο~/χαρτο~.|| Μεγαλο~/μικρο~.
-δρομία{-δρομιών}: λεξικό επίθημα θηλυκών ουσιαστικών για τη δήλωση κυρ. αγωνίσματος δρόμου ή σχεδιασμένης κίνησης σε μία κατεύθυνση, πορείας: λαμπαδη~/σκυταλο~.|| Ιππο~/ποδηλατο~. (ΑΡΧ.) Αρματο~.|| Ορθο~/πλαγιο~.
-δρόμιο{-δρόμιου (λόγ.) -δρομίου | -δρομίων} λεξικό επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνει 1. περιοχή προσγείωσης και απογείωσης αεροσκαφών: αερο~/ελικο~/υδατο~.|| (αεροδιαστημικό κέντρο:) Kοσμο~. 2. εγκαταστάσεις για τη διεξαγωγή συγκεκριμένου αγωνίσματος: ιππο~/παγο~/ποδηλατο~/χιονο~. 3. χώρο κίνησης των πεζών: πεζο~. 4. συγκεκριμένο εκκλησιαστικό βιβλίο: κυριακο~.
-δρομος{-δρομου (λόγ.) -δρόμου | -δρομων (λόγ.) -δρόμων, -δρομους (λόγ.) -δρόμους}: β' συνθετικό αρσενικών ουσιαστικών με αναφορά σε δρόμο: αυτοκινητό~/λεωφορειό~/μονό~/πεζό~/ποδηλατό~. Σιδηρό~/τροχιό~.|| Aσφαλτό~/καρό~/χωματό~.|| Ταινιό~.
ηλεκτρικός, ή, ό [ἠλεκτρικός] η-λε-κτρι-κός επίθ. 1. ΗΛΕΚΤΡ. που σχετίζεται με τον ηλεκτρισμό· ειδικότ. που παράγεται ή προξενείται από αυτόν: ~ός: αγωγός/έλεγχος. ~ή: γεννήτρια (= ηλεκτρογεννήτρια)/επαφή/ισχύς/καλωδίωση/μηχανική (= ηλεκτρομηχανική)/μόνωση/πηγή (βλ. μπαταρία)/ροή/σύνδεση/τάση. ~ό: δίκτυο/κύκλωμα/σήμα/σύστημα/φως. ~ές: ασφάλειες/ιδιότητες (σώματος)/μετρήσεις. ~ά: καλώδια. Πβ. ηλεκτρολογικός.|| ~ός: θόρυβος. ~ή: ανάφλεξη/θέρμανση (βλ. αερόθερμο, θερμάστρα, κονβέκτορας)/συγκόλληση (= ηλεκτροσυγκόλληση)/φόρτιση. ~ό: φως. ~ά: ερεθίσματα (βηματοδότη)/κύματα. Βλ. ατμο~, βιο~, δι~, ισο~, πιεζο~, ραδιο~, υδρο~, φωτο~, μαγνητικός, φωτοβολταϊκός. 2. ΤΕΧΝΟΛ. που χρησιμοποιεί ηλεκτρική ενέργεια για την κίνηση ή τη λειτουργία του: ~ός: εξοπλισμός/κινητήρας (= ηλεκτροκινητήρας). ~ή: κουζίνα/λάμπα/οδοντόβουρτσα/σόμπα/τουρμπίνα. ~ό: μαχαίρι. ~ά: εργαλεία/μάτια (= ~ές εστίες)/μηχανήματα/όργανα/παράθυρα (αυτοκινήτου). Μαγαζί με ~ές (οικιακές) συσκευές. Πβ. ηλεκτροκίνητος. Βλ. ηλεκτρονικός. 3. (ειδικότ., για μουσικό όργανο) που ο ήχος του μετατρέπεται σε ηλεκτρικό σήμα με τη βοήθεια μετατροπέα ενέργειας και, στη συνέχεια, εξέρχεται ενισχυμένος από το μεγάφωνο ενισχυτή: ~ή: κιθάρα. ~ό: βιολί/μπάσο.|| (κατ' επέκτ.) ~ή: μουσική. ΑΝΤ. ακουστικός (2) ● Ουσ.: ηλεκτρικά (τα) (προφ.): ενν. είδη ή καλώδια και γενικότ. ο ανάλογος εξοπλισμός: κατάστημα με ~.|| Βλάβη στα ~., ηλεκτρικό (το) (προφ.): ενν. ρεύμα· σπανιότ. η εγκατάσταση που το παρέχει· συνεκδ. ο λογαριασμός της ΔΕΗ: διακοπή ~ού. Έμειναν χωρίς ~.|| Το συνεργείο ήρθε να συνδέσει το ~.|| Ξέχασε να πληρώσει το ~ και του το έκοψαν. ● επίρρ.: ηλεκτρικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: ηλεκτρικές γραμμές & (προφ.) γραμμές: αγωγοί μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος· ηλεκτρικά καλώδια: εναέριες ~ ~. ~ ~ υψηλής τάσης. Βλ. πυλώνας. [< αγγλ. electric lines], ηλεκτρικές εγκαταστάσεις & ηλεκτρολογικές εγκαταστάσεις: το σύνολο του γειωμένου μεταλλικού εξοπλισμού που χρησιμοποιείται για τη διανομή ηλεκτρικού ρεύματος σε κάποιον χώρο, δηλ. πίνακες με ρελέ, γραμμές (φωτός, τηλεφώνου, ηλεκτρικών συσκευών), πρίζες, διακόπτες. Βλ. δομημένη καλωδίωση. [< αγγλ. electrical installations], ηλεκτρική αγωγιμότητα: ΗΛΕΚΤΡ. ιδιότητα υλικού σώματος ή στοιχείου να μεταφέρει ηλεκτρικά φορτία, δηλ. να διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα: ~ ~ των μετάλλων/του νερού. Βλ. ηλεκτροπληξία., ηλεκτρική εκκένωση: ΦΥΣ. εκκένωση: συσκευή ~ής ~ης (βλ. ηλεκτροσόκ). Κατεργασία με ~ ~ (βλ. ηλεκτροδιάβρωση). Βλ. βολταϊκό/ηλεκτρικό τόξο, ηλεκτρικός σπινθήρας. [< αγγλ. electric discharge], ηλεκτρική ενέργεια: η ενέργεια των κινούμενων ηλεκτρονίων, δηλ. του ηλεκτρικού ρεύματος: μετατροπή της ~ής ~ας σε κινητική (βλ. κινητήρας)/σε φως. Τρόποι παραγωγής ~ής ~ας (π.χ. καύση λιγνίτη, πετρελαίου, κάρβουνου, πυρηνικά εργοστάσια, ηλιακά ή αιολικά πάρκα, υδροηλεκτρικά φράγματα). Εργοστάσιο ~ής ~ας (= ηλεκτρικό εργοστάσιο). Πβ. ηλεκτρισμός. [< γαλλ. énergie électrique, αγγλ. electric energy], ηλεκτρική καρέκλα: (κυρ. παλαιότ., σε ορισμένες πολιτείες των ΗΠΑ) κάθισμα με ηλεκτρόδια για εκτέλεση θανατοποινιτών με ηλεκτροπληξία· συνεκδ. η αντίστοιχη θανατική ποινή: Τον εκτέλεσαν/οδήγησαν στην ~ ~.|| (μτφ.) Σε ~ ~ κάθεται ο ... (: κυρ. για πρόσωπα που κατέχουν υψηλά αξιώματα ή για προπονητές ομάδων). [< αμερικ. electric chair, 1883], ηλεκτρική μηχανή : ΤΕΧΝΟΛ. που μετατρέπει τη μηχανική ενέργεια σε ηλεκτρική, δηλ. γεννήτρια ή το αντίστροφο, δηλ. κινητήρας., ηλεκτρικό αυτοκίνητο & όχημα: ΤΕΧΝΟΛ. που κινείται με ηλεκτρική ενέργεια, χρησιμοποιώντας ηλεκτροκινητήρες (επαναφορτιζόμενες μπαταρίες ή ηλιακούς συλλέκτες) αντί για μηχανή εσωτερικής καύσης, με αποτέλεσμα να είναι αθόρυβο και να μην παράγει ρύπους. Βλ. υβριδικό αυτοκίνητο, ηλεκτροκίνηση. [< αγγλ. electric car], ηλεκτρικό οξύ: ΧΗΜ. άχρωμη κρυσταλλική ουσία (C4H6O4), που βρίσκεται σε όλους τους ζωντανούς οργανισμούς και συμμετέχει στον μεταβολισμό: Το ~ ~ χρησιμοποιείται ως πρόσθετο στα τρόφιμα (Ε363). [< γαλλ. acide succinique], ηλεκτρικό πεδίο: ΗΛΕΚΤΡ. ο χώρος που έχει την ιδιότητα να ασκεί δύναμη σε κάθε ηλεκτρικό φορτίο, το οποίο βρίσκεται σε αυτόν, π.χ. γύρω από φορτισμένο αγωγό ή μονωτή, μέσα σε πυκνωτή, καλώδιο ή μπαταρία: ομογενές ~ ~. ~ και μαγνητικό ~ (= ηλεκτρομαγνητικό). Ένταση ~ού ~ου. [< αγγλ. electric field], ηλεκτρικό ρεύμα: ΗΛΕΚΤΡ. ρεύμα. ΣΥΝ. ηλεκτρισμός (2) [< γαλλ. courant électrique, αγγλ. electric current], βολταϊκό/ηλεκτρικό τόξο βλ. τόξο, ηλεκτρικά και ηλεκτρονικά απόβλητα βλ. απόβλητα, ηλεκτρική καταιγίδα βλ. καταιγίδα, ηλεκτρική κουβέρτα βλ. κουβέρτα, ηλεκτρική σκούπα βλ. σκούπα, ηλεκτρική στήλη/ηλεκτρικό στοιχείο βλ. στήλη, ηλεκτρικό δυναμικό βλ. δυναμικό, ηλεκτρικό σοκ βλ. σοκ, ηλεκτρικό φορτίο βλ. φορτίο, ηλεκτρικός σιδηρόδρομος βλ. σιδηρόδρομος, ηλεκτρικός σπινθήρας βλ. σπινθήρας, ηλεκτρονική/ηλεκτρική κλειδαριά βλ. κλειδαριά, ηλεκτρονικό/ηλεκτρικό τσιγάρο βλ. τσιγάρο, κυλιόμενες σκάλες/κλίμακες βλ. κυλιόμενος [< γαλλ. électrique, αγγλ. electric(al), γερμ. elektrisch]
κλειστός, ή, ό κλει-στός επίθ. 1. που εμποδίζει την είσοδο σε κάποιον χώρο ή την έξοδο από αυτόν, που δεν επιτρέπει τη δίοδο, την πρόσβαση σε κάτι ή την οπτική επαφή με το εσωτερικό του: ~ός: φάκελος (βλ. εσώκλειστος). ~ή: ντουλάπα/πόρτα/πύλη/τρύπα. ~ό: γράμμα/δοχείο (= σφραγισμένο)/καπάκι/κιβώτιο/μπουκάλι/παράθυρο/συρτάρι/τζάμι. ~ά: διόδια/παντζούρια/ρολά (= κατεβασμένα)/σύνορα. Πουκάμισο με ~ό γιακά (: κουμπωμένο). ~οί δρόμοι λόγω κατολίσθησης. ~ά άνθη (: μπουμπούκια). Φορά ~ή μπλούζα (ΑΝΤ. έξωμη, εξώπλατη)/~ά παπούτσια (ΑΝΤ. πέδιλα). Διατηρείτε τη συσκευασία ερμητικά ~ή (πβ. θεό-, κατά-, ολό-κλειστος)! Μασώ με ~ό το στόμα. Πβ. κλεισμένος, σφαλιστός. Βλ. μισόκλειστος. ΑΝΤ. ανοιχτός (1) 2. (για χώρο) που έχει σκεπή, σκέπαστρο ή περιφράσσεται: ~ή: αγορά/αίθουσα/πισίνα. ~ό: γκαράζ/γυμναστήριο/θέατρο/κολυμβητήριο/προπονητήριο/στάδιο. Πβ. στεγασμένος. ΑΝΤ. υπαίθριος.|| (ειδικότ. για όχημα) ~ό: αμάξωμα/φορτηγό. Πβ. σκεπαστός. Βλ. περίκλειστος.|| ~ή: αυλή. Πβ. περίφρακτος. 3. που δεν λειτουργεί προσωρινά ή μόνιμα· που δεν επιτρέπει τη ροή ηλεκτρικού ρεύματος, υγρού ή αερίου: ~ός: εκτυπωτής/θερμοσίφωνας/υπολογιστής. ~ή: τηλεόραση. ~ά: κινητά (= απενεργοποιημένα)/τηλέφωνα (: κατεβασμένα). Πβ. εκτός λειτουργίας.|| ~ός: σταθμός. ~ό: αεροδρόμιο. ~ά: γραφεία/νοσοκομεία. Μνημείο ~ό στο κοινό. Το ξενοδοχείο θα παραμείνει ~ό λόγω ανακαίνισης. ~ά τα καταστήματα.|| ~ός: διακόπτης. ~ή: βαλβίδα. Με ~ό φως (= σβηστό). 4. που αποκλείει τη συμμετοχή όσων δεν ανήκουν σε ένα συγκεκριμένο σύνολο: ~ός: διαγωνισμός. ~ή: διαδικασία/εκδήλωση/λέσχη/λίστα/παρέα/πρόσκληση/συγκέντρωση/συζήτηση/συνάντηση/συνεδρία/σύνοδος/συντεχνία. ~ό: συνέδριο. ~ές: διαβουλεύσεις. Σε ~ό (οικογενειακό) κύκλο (ΣΥΝ. στενός). ~ό δίκτυο τηλεπικοινωνιών (: περιορισμένης πρόσβασης). ΑΝΤ. ανοιχτός (9) 5. για πρόσωπο που διακρίνεται από εσωστρέφεια ή στενότητα πνεύματος· (για ομάδα ανθρώπων) που είναι απομονωμένη, δεν θέλει ή δεν μπορεί να αποκτήσει νέα μέλη, δεν δέχεται επιρροές: ~ός: τύπος/χαρακτήρας. ~ και μοναχικός/ντροπαλός (πβ. αντικοινωνικός· βλ. διαχυτ-, εκδηλωτ-ικός, εξωστρεφής).|| ~ή: κοινωνία/νοοτροπία. ~ές: αντιλήψεις. ~ά: μυαλά (: με προκαταλήψεις). Πβ. συντηρητικός. ΑΝΤ. ανοιχτός (6) 6. (για φυσικό σχηματισμό ή κατασκευή) με μικρό (ή χωρίς) άνοιγμα, κενό· που σχηματίζει ή δημιουργεί οξεία γωνία: ~ός: κόλπος/όρμος (βλ. ημίκλειστος). ~ή: κοιλάδα/πεδιάδα (: στενή). ~ό: αγγείο (βλ. αμφορέας)/λιμάνι.|| (ΜΑΘ.) ~ή καμπύλη (: χωρίς άκρα).|| ~ή: στροφή/τροχιά. ΑΝΤ. ανοιχτός (3) 7. διπλωμένος: ~ή: ομπρέλα/παλάμη. ~ά: βιβλία. Με ~ά (τα) πόδια/φτερά/χέρια. ΑΝΤ. ανοιχτός (4) 8. ΟΙΚΟΝ. προθεσμιακός: ~ές: καταθέσεις. Έχει τα χρήματα σε ~ό λογαριασμό. 9. κρυφός, μυστικός: (σε χαρτοπαίγνιο) Μοιράζονται δύο ~ά φύλλα και ένα ανοιχτό. ● επίρρ.: κλειστά: (για κατάστημα) Είμαστε ~ λόγω διακοπών. ● ΣΥΜΠΛ.: κλειστά σύμφωνα: ΓΡΑΜΜ. που παράγονται με φραγμό σε κάποιο σημείο της στοματικής κοιλότητας (π, τ, κ, μπ, ντ, γκ). Βλ. άηχα, ηχηρά σύμφωνα., κλειστή αγροτική οικονομία: στην οποία δεν δημιουργούνται πλεονάσματα για εμπορική εκμετάλλευση και η κάθε αγροτική μονάδα παράγει και ταυτόχρονα καταναλώνει, επιδιώκοντας την αυτάρκειά της. Πβ. ανταλλακτικός. Βλ. εγχρήματος., κλειστή άμυνα: ΑΘΛ. που εμποδίζει τη δίοδο των αντιπάλων προς την εστία ή το καλάθι: ~ ~ ζώνης. Κατάφερε να (δια)σπάσει την ~ ~ των γηπεδούχων. ΑΝΤ. ανοιχτή άμυνα, κλειστή γωνία: (συνήθ. στο ποδόσφαιρο) η γωνία του τέρματος που φυλάσσεται από τον τερματοφύλακα: γκολ/σουτ στην ~ ~. , κλειστή ημερομηνία: προκαθορισμένη: ~ ~ αναχώρησης/επιστροφής. ΑΝΤ. ανοιχτή ημερομηνία, κλειστή οικονομία: ΟΙΚΟΝ. απομονωμένη από το διεθνές εμπόριο, χωρίς εμπορικούς δεσμούς. Βλ. ανοιχτή οικονομία. , κλειστή συλλαβή: ΓΛΩΣΣ. που λήγει σε σύμφωνο. ΑΝΤ. ανοιχτή συλλαβή, κλειστό κύκλωμα: ΗΛΕΚΤΡ. πλήρες ηλεκτρικό κύκλωμα που επιτρέπει τη δίοδο ρεύματος· (κυρ. ειδικότ.) τηλεοπτικό σύστημα με βιντεοκάμερες το σήμα των οποίων μεταφέρεται μέσω καλωδίων σε οθόνες περιορισμένου αριθμού: ~ ~ παρακολούθησης/τηλεόρασης. Ο χώρος ελέγχεται από ~ ~. Βλ. βιντεοεπιτήρηση. [< αγγλ. closed-circuit, 1949] , κλειστό παιχνίδι: ΑΘΛ. αγώνας στον οποίο οι ομάδες παίζουν αμυντικά: ~ ~ με λίγα γκολ. ΑΝΤ. ανοιχτό παιχνίδι (1), κλειστό σκορ: ΑΘΛ. με μικρή διαφορά μεταξύ των δύο ομάδων: ντέρμπι με ~ ~ και συναρπαστική εξέλιξη. , κλειστό συμβόλαιο: με προκαθορισμένη ημερομηνία λήξης: διετές ~ ~ συνεργασίας., κλειστός αυτοκινητόδρομος: που δεν διασταυρώνεται στο ίδιο επίπεδο με άλλη οδό, με σιδηροδρομική ή τροχιοδρομική γραμμή ή με λωρίδα για πεζούς, αλλά διαθέτει συγκεκριμένες εισόδους και εξόδους., κλειστός ορίζοντας 1. (μτφ.) που δεν παρέχει δυνατότητες, προοπτικές: οι ~οί ~ες της ανεργίας. Άτομα με ~ούς ~ες (: με παρωπίδες, στερεότυπα). 2. χωρίς ορατότητα., ερωτήσεις κλειστού τύπου/κλειστές ερωτήσεις βλ. ερώτηση, κλειστά επαγγέλματα βλ. επάγγελμα, κλειστή θάλασσα βλ. θάλασσα, κλειστή φυλακή βλ. φυλακή, κλειστός στίβος βλ. στίβος ● ΦΡ.: με κλειστά (τα) μάτια (μτφ.): ανεπιφύλακτα· κατ' επέκτ. με μεγάλη ευκολία ή δεξιοτεχνία: Κινητό που θα επέλεγα ~ ~.|| Χειρίζεται τον υπολογιστή ~ ~. , βρίσκει/βρήκε (όλες) τις πόρτες κλειστές/την πόρτα κλειστή βλ. πόρτα, έχω τα χάλια/τις μαύρες/τις κακές/τις κλειστές μου βλ. έχω, κρατά το στόμα του κλειστό βλ. στόμα, κρατώ κλειστά/κρύβω τα χαρτιά μου βλ. χαρτί [< μτγν. κλειστός, γαλλ. fermé, αγγλ. closed]
κουπέκου-πέ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. σπορ αυτοκίνητο με δύο συνήθ. πόρτες, τέσσερις θέσεις, πορτ-μπαγκάζ και αεροδυναμικό σχεδιασμό: γρήγορο/κλειστό/πολυτελές ~. ~-κάμπριο. (σπανιότ.) Πεντάθυρο ~.|| (ως επίθ.) ~ έκδοση/μοντέλο. Βλ. σεντάν, στέισον βάγκον, χάτσμπακ. 2. καμπίνα τρένου με δύο αντικριστές σειρές θέσεων και παράθυρο: ~ πρώτης/δεύτερης θέσης. Βλ. κλινάμαξα, κουκέτα. 3. {ως επίθ.} μείγμα παρθένου και εξευγενισμένου ελαιόλαδου: λάδι ~. [< γαλλ. coupé]
οχηματοπομπή[ὀχηματοπομπή] ο-χη-μα-το-πο-μπή ουσ. (θηλ.): πομπή οχημάτων: στρατιωτική ~. ~ του ΝΑΤΟ. Βλ. αυτοκινητοπομπή.
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ