Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αυτοκτονία [αὐτοκτονία] αυ-το-κτο-νί-α ουσ. (θηλ.) 1. το να αφαιρεί κάποιος τη ζωή του: μυστηριώδης/ομαδική/τελετουργική (βλ. χαρακίρι) ~. Ομάδες/τάσεις ~ας. Έκανε απόπειρα ~ας. Ο θάνατός του αποδόθηκε/οφείλεται σε ~. Βλ. απονενοημένο (διάβημα), -κτονία. ΣΥΝ. αυτοχειρία 2. (μτφ.) αυτοκαταστροφική ενέργεια: Θα ήταν πολιτική ~ για την κυβέρνηση αν/να ... Αυτή η απόφαση είναι καθαρή ~. Πβ. αυτοκαταστροφή. ● ΣΥΜΠΛ.: επίθεση/αποστολή αυτοκτονίας & (σπάν.) επιχείρηση αυτοκτονίας: εχθρική ενέργεια εναντίον στρατιωτικού ή πολιτικού στόχου κατά την οποία ο δράστης γνωρίζει ότι το πιθανότερο είναι να σκοτωθεί: βομβιστική/πολύνεκρη ~ ~. ~ ~ από καμικάζι. Εθελοντές/στρατιώτες/τρομοκράτες σε ~ ~.|| (μτφ.) Ο εκτός έδρας αγώνας της ομάδας μοιάζει με αποστολή ~. [< αγγλ. suicide attack] [< μτγν. αυτοκτονία, γαλλ. suicide]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.