Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αυτοκτονώ [αὐτοκτονῶ] αυ-το-κτο-νώ ρ. (αμτβ.) {αυτοκτον-είς ..., -ώντας | αυτοκτόν-ησε, -ημένος} 1. δίνω τέλος στη ζωή μου: Αποπειράθηκε να ~ήσει. ΣΥΝ. αυτοχειριάζομαι 2. (μτφ.) βλάπτω τον εαυτό μου υλικά ή ηθικά. Βλ. χαντακώνομαι. ΣΥΝ. αυτοκαταστρέφομαι 3. (καταχρ. ως μτβ.) ωθώ κάποιον στην αυτοκτονία: ~ησε ή τον ~ησαν; [< αρχ. αὐτοκτονῶ, γαλλ. (se) suicider]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.