Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αυτόφωρος , η/ος, ο [αὐτόφωρος] αυ-τό-φω-ρος επίθ. ΝΟΜ. 1. (για αδίκημα) που γίνεται αντιληπτό τη στιγμή της διάπραξής του ή αμέσως μετά ή (για ενέργεια) που γίνεται κατά την τέλεση του αδικήματος ή αμέσως μετά: ~ο: πλημμέλημα. ~α: εγκλήματα/κακουργήματα.|| ~η: δίωξη/σύλληψη. Ακολουθήθηκε/κινήθηκε (η) ~η διαδικασία σε βάρος του. 2. (για δικαστήριο) που δικάζει αυτόφωρα αδικήματα: ~ο: μονομελές/τριμελές πλημμελειοδικείο/πρωτοδικείο (πβ. αυτόφωρο). ● ΦΡ.: επ' αυτοφώρω [ἐπ' αὐτοφώρῳ] (λόγ.): τη στιγμή της τέλεσης του αδικήματος ή αμέσως μετά: Πιάστηκε/συνελήφθη ~ ~ να ληστεύει τράπεζα (πβ. πιάνω/τσακώνω κάποιον στα πράσα). [< αρχ. αὐτόφωρος ]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.