Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αφέλεια [ἀφέλεια] α-φέ-λει-α ουσ. (θηλ.) 1. ευπιστία, απουσία κριτικής σκέψης: παιδική ~. Είχε την ~ να πιστέψει ότι ... Πβ. απλοϊκότητα, ευήθεια. ΑΝΤ. πονηριά 2. απουσία επιτήδευσης στην έκφραση ή τη συμπεριφορά: προσποιητή ~. Απλότητα και ~. [< αρχ. ἀφέλεια, γαλλ. naïveté]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.