Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αφηρημένος , η, ο [ἀφηρημένος] α-φη-ρη-μέ-νος επίθ. 1. που είναι απορροφημένος σε κάτι άλλο από αυτό που συμβαίνει γύρω του: ~ος: οδηγός. ~ο: βλέμμα (βλ. ονειροπόλος). ~οι και υπερκινητικοί μαθητές. Τελευταία είναι διαρκώς/μονίμως ~ (= αφαιρείται). ΑΝΤ. προσηλωμένος, συγκεντρωμένος. 2. (κυρ. στη ΦΙΛΟΣ.) που είναι διανοητικό προϊόν, που δεν είναι αισθητός, χειροπιαστός ή συγκεκριμένος: ~ος: όρος. ~η: διατύπωση (πβ. γενική)/ιδέα/μορφή. ~ο: σχήμα. ~ες: έννοιες. Σε ~ο επίπεδο (πβ. θεωρητικό). ΑΝΤ. απτός.|| (ως ουσ., λόγ.) Μετάβαση από το συγκεκριμένο στο ~ο.|| (ΚΑΛ. ΤΕΧΝ., που δεν αναπαριστά τον αισθητό κόσμο, πραγματικό ή φανταστικό) ~ος: πίνακας. ~η: ζωγραφική. ~ο: γλυπτό.|| ~ες: επιστήμες (όπως: λογική, μαθηματικά). (ΜΑΘ.) ~η: άλγεβρα.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~η: μηχανή (: θεωρητικό μοντέλο του υλικού ή του λογισμικού υπολογιστικού συστήματος που χρησιμοποιείται στη θεωρία των αυτομάτων). ● επίρρ.: αφηρημένα ● ΣΥΜΠΛ.: αφηρημένο ουσιαστικό: ΓΡΑΜΜ. που δηλώνει έννοια η οποία δεν γίνεται αντιληπτή με τις αισθήσεις: λ.χ. "δικαιοσύνη". ΑΝΤ. συγκεκριμένο ουσιαστικό, αφηρημένοι αριθμοί: που δεν αντιστοιχούν σε ορισμένη ποσότητα ή μέγεθος: π.χ. 11 (σε αντιδιαστολή προς το 11 μήνες)., αφηρημένη τέχνη βλ. τέχνη, αφηρημένος εξπρεσιονισμός βλ. εξπρεσιονισμός [< αρχ. ἀφῃρημένος 'που έχει στερηθεί κάτι' 1: γαλλ. distrait 2: γαλλ. abstrait, αγγλ. abstract]

εξπρεσιονισμός

εξπρεσιονισμός[ἐξπρεσιονισμός] εξ-πρε-σι-ο-νι-σμός ουσ. (αρσ.): ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. καλλιτεχνικό κίνημα που αναπτύχθηκε στις αρχές του εικοστού αιώνα και χαρακτηρίζεται από την έκφραση της ψυχικής κατάστασης και των συναισθημάτων του δημιουργού: ευρωπαϊκός/λογοτεχνικός/μουσικός ~. Ο ~ στη ζωγραφική/στο θέατρο. Βλ. ιμπρεσιον-, υπερρεαλ-, κυβ-, φοβ-, φουτουρ-ισμός. ● ΣΥΜΠΛ.: αφηρημένος εξπρεσιονισμός: ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. καλλιτεχνικό ρεύμα της μοντέρνας τέχνης που δίνει έμφαση στην ελευθερία του καλλιτέχνη να αποδίδει συναισθήματα με μη παραδοσιακούς και συνήθ. μη αναπαραστατικούς τρόπους. Πβ. άμορφη τέχνη. Βλ. χειρονομιακός. [< αγγλ. abstract expressionism, 1951] [< γαλλ. expressionisme, 1921]

τέχνη

τέχνητέ-χνη ουσ. (θηλ.) {τεχν-ών} 1. (συνήθ. με κεφαλ. Τ) το σύνολο των δημιουργικών δραστηριοτήτων του ανθρώπου που στοχεύουν στην έκφραση ενός αισθητικού ιδεώδους· ειδικότ. η αισθητική αξία ενός έργου: διαδραστική/παιδική ~. Αίθουσα/αντικείμενα/βιβλιοθήκη/γκαλερί/είδη/εργαστήριο/ίδρυμα/χώρος ~ης. Θεωρητικός/κριτικός (= τεχνοκριτικός) της ~ης. Ιστορία/Κοινωνιολογία/Παιδαγωγική/Φιλοσοφία της ~ης. Η ελευθερία/οι νόμοι της ~ης. Προώθηση της ~ης. Θεραπεία μέσα από την ~.|| (για καλλιτέχνη) Βρίσκεται στην πρωτοπορία της ~ης. Ασχολείται με/υπηρετεί την ~. Κάνει ~.|| Γλυπτό απαράμιλλης ~ης. Πβ. καλλιτεχνία. Βλ. κυβερνο~, φιλοτεχνία. 2. (συνήθ. με κεφαλ. Τ) καθεμία από τις μορφές καλλιτεχνικής δραστηριότητας: επιστήμες της ~ης. Η γλυπτική/δραματική/ζωγραφική/μουσική/ποιητική/ψηφιακή ~. Η ~ του θεάτρου/του χορού. Η ~ του δρόμου (βλ. γκράφιτι). Αναπαραστατικές ~ες. Κέντρο ~ών και Πολιτισμού. Τμήμα ~ών, Ήχου και Εικόνας.|| (συνεκδ. καλλιτέχνημα:) ~ από πηλό/χαρτί. 3. το σύνολο των καλλιτεχνικών έργων μιας περιόδου, μιας σχολής, ενός πολιτισμού ή ενός δημιουργού: η αρχαία ελληνική/ασιατική/βυζαντινή/δυτική/εκκλησιαστική/κλασική/κυκλαδική/παραδοσιακή/ρωμαϊκή/χριστιανική ~. Η ~ του 19ου αι./της ιταλικής Αναγέννησης/του μπαρόκ.|| Αντιπροσωπευτικά δείγματα της ~ης του ...|| (συνεκδ. εκφραστικοί τρόποι, τεχνοτροπία:) Η μοναδικότητα της ~ης ενός ζωγράφου. Βλ. αρ νουβό, αρ ντεκό. 4. ικανότητα, επιδεξιότητα: Δουλεύει με (πολλή) ~ τον πηλό. Η μαγειρική θέλει ~. Πβ. δεξιοτεχνία, μαεστρία, μαστοριά.|| Η ~ της αφήγησης. Κατέχει την ~ του λόγου.|| H ~ της γοητείας/του έρωτα/της ζωής. Η ~ (του) να αγαπάς/να επικοινωνείς. Πβ. ταλέντο. 5. το σύνολο των γνώσεων, αρχών και κανόνων που διέπουν ένα συγκεκριμένο τομέα δραστηριότητας· ειδικότ. χειρωνακτικό επάγγελμα: γραμματική/ιατρική/ναυπηγική/ρητορική/συγγραφική ~. Η ~ της διαφήμισης. Η ~ των αρωμάτων.|| Ζαχαροπλαστική/κομμωτική/μαγειρική/τυπογραφική ~. Η ~ του επίπλου/του κοσμήματος. Η ~ του κτίστη/του ξυλουργού/του υποδηματοποιού (βλ. τεχνίτης). Δεν αποκαλύπτει τα μυστικά της ~ης του. Εξασκεί την ~ του γυαλιού (βλ. υαλουργός).|| (μτφ.) Έχει αναγάγει την απάτη σε ~. 6. (σπάν.) τέχνασμα. ● ΣΥΜΠΛ.: αφηρημένη τέχνη: ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. ρεύμα του 20ού αι. στη ζωγραφική και τη γλυπτική, που δεν ενδιαφέρεται για την πιστή αναπαράσταση της πραγματικότητας. [< γαλλ. art abstrait, 1932] , ελευθέριες τέχνες: (στην αρχαιότητα και την πανεπιστημιακή εκπαίδευση του Μεσαίωνα) η γραμματική, η διαλεκτική, η ρητορική, η μουσική, η αριθμητική, η γεωμετρία και η αστρονομία, σε αντίθεση προς τις μηχανικές (χειρωνακτικές) τέχνες. [< γαλλ. arts libéraux] , έργο τέχνης: δημιούργημα υψηλής καλλιτεχνικής αξίας και κατ' επέκτ. οτιδήποτε χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη αισθητική ποιότητα: γνήσιο/πρωτότυπο/συλλεκτικό ~ ~. Ζωγραφικά ~α ~. Αγορά/αποκατάσταση/ασφάλιση/δημοπρασία/διακίνηση/εκτιμητής/εμπορία/κλοπή/πλειστηριασμός/συλλογή/συντήρηση/ψηφιοποίηση ~ων ~. Πβ. κομψοτέχνημα. [< γαλλ. oeuvre d'art] , Καλές Τέχνες: αρχιτεκτονική, γλυπτική, ζωγραφική, μουσική, χορός, ποίηση, κινηματογράφος: Ανωτάτη Σχολή ~ών ~ών. [< γαλλ. beaux arts] , μοντέρνα τέχνη: ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. η καλλιτεχνική δημιουργία του 19ου και του 20ού αι. (περ. έως το 1970), που χαρακτηρίζεται από τον πειραματισμό με νέες τεχνικές και μέσα, χωρίς να δίνεται σημασία στην ακριβή αναπαράσταση των αντικειμένων. Βλ. εξπρεσιον-, ιμπρεσιον-, κυβ-, υπερρεαλ-ισμός. [< γαλλ. art moderne] , παραστατικές τέχνες: ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. που αναπαριστούν την πραγματικότητα και προορίζονται για παράσταση (θέατρο, μουσική, τραγούδι, χορός). [< αγγλ. performing arts, 1946] , πολεμικές τέχνες: μορφές αυτοάμυνας ή μάχης με αντίπαλο, που έχουν ασιατική προέλευση και συχνά εξασκούνται και ως αθλήματα. Bλ. αϊκίντο, ζίου ζίτσου, καράτε, κουνγκ φου, ταεκβοντό, τάι τσι, τζούντο. [< αγγλ. martial arts, 1933] , σύγχρονη τέχνη: ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. η καλλιτεχνική παραγωγή από τα τέλη του 20ού αι. κ. εξ.: Μουσείο Μοντέρνας και ~ης ~ης., άμορφη τέχνη βλ. άμορφος, γεωμετρική τέχνη βλ. γεωμετρικός, Γράμματα και Τέχνες βλ. γράμμα, γραφικές τέχνες βλ. γραφικός, εικαστικές τέχνες βλ. εικαστικός, εννοιολογική τέχνη βλ. εννοιολογικός, εφαρμοσμένες/διακοσμητικές τέχνες βλ. εφαρμοσμένος, η έβδομη τέχνη βλ. έβδομος, η ένατη τέχνη βλ. ένατος, η όγδοη τέχνη βλ. όγδοος, η τέχνη της φυγής βλ. φυγή, ιερή τέχνη βλ. ιερός, κινητική τέχνη βλ. κινητικός, λαϊκή τέχνη βλ. λαϊκός, μηχανική τέχνη βλ. μηχανικός, πλαστικές τέχνες βλ. πλαστικός, ρομανική τέχνη βλ. ρομανικός, στρατευμένη τέχνη βλ. στρατευμένος ● ΦΡ.: η τέχνη για την τέχνη: δόγμα που θεωρεί την τέχνη αυτόνομη αισθητική αξία, χωρίς καμία ηθική, κοινωνική ή πολιτική σκοπιμότητα: ~ ~, αλλιώς η τέχνη ως αυτοσκοπός. ΣΥΝ. αισθητισμός [< γαλλ. l' art pour l' art] , μάθε τέχνη κι άστηνε (κι αν πεινάσεις πιάστηνε) (παροιμ.): για να δηλωθεί η σημασία της απόκτησης γνώσεων και δεξιοτήτων, ως χρήσιμων εφοδίων στη ζωή., παλιά μου τέχνη κόσκινο βλ. κόσκινο, πενία τέχνας κατεργάζεται βλ. πενία [< αρχ. τέχνη ‘χειρονακτική ικανότητα, δραστηριότητα, επιδεξιότητα, πλεκτάνη’, γαλλ.-αγγλ. art]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.