Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αφορίζω [ἀφορίζω] α-φο-ρί-ζω ρ. (μτβ.) {αφόρι-σα, αφορί-στηκε, -σμένος (λαϊκό) αφορεσμένος}: ΕΚΚΛΗΣ. επιβάλλω την ποινή του αφορισμού, αναθεματίζω: || (κατ΄επέκτ.) ~σμένοι (: αποδιωγμένοι, καταδιωγμένοι) από την κοινωνία. [< μτγν. ἀφορίζω]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.