αφού [ἀφοῦ] α-φού (κειμενικός δείκτης) 1. (με αιτιολογική σημασία, κυρ. σε σχέση με το αποτέλεσμα) εφόσον, επειδή, δεδομένου ότι, από τη στιγμή που, μια και: ~ διάβασε, θα περάσει. Έπρεπε να το περιμένεις, ~ μάλιστα το είχε ξανακάνει. ~ λοιπόν το αποφάσισες, ... ~ πάλι έκανε λάθος, σημαίνει ότι δεν το έχει μάθει καλά. Φύγε, ~ (: αν) το θέλεις.|| (παραχώρηση) ~ (: άμα) το λες εσύ ...2. (με χρονική σημασία, δηλώνει το προτερόχρονο ή την προϋπόθεση που προηγείται χρονικά) όταν, αφότου: ~ σιγοβράσει το φαγητό, προσθέτουμε τα υπόλοιπα υλικά (πβ. μόλις). ~ προηγουμένως/πρώτα βεβαιωθείς ότι ..., ύστερα ... ΑΝΤ. πριν (2) ● ΦΡ.: (μα) αφού (προφ.): δήλωση έντονης αντίθεσης: -Τι έχεις; -Τίποτα. -~ ~ κουτσαίνεις! ~ ~ κουράστηκες, γιατί δεν σταματάς;, μόνο αφού (επιτατ.): για δήλωση αναγκαίας προϋπόθεσης: Οι επιτυχόντες θα προσληφθούν, ~ ~ προσκομίσουν τα πρωτότυπα δικαιολογητικά. (παρά + άρνηση στην κύρια πρόταση) Δεν θα πρέπει να ληφθούν βιαστικές αποφάσεις, παρά ~ ~ εξαντληθεί κάθε περιθώριο διαλόγου. [< μτγν. ἀφοῦ]
αφουγκράζομαι [ἀφουγκράζομαι] α-φου-γκρά-ζο-μαι ρ. (αμτβ κ. μτβ.) {αφουγκρά-στηκα, αφουγκραζ-όμενος} (διαλεκτ.-λογοτ.) 1. ακούω με προσοχή κάτι, στήνω αυτί: ~ τους ψιθύρους. Πβ. ενωτίζομαι. Βλ. ακροώμαι, κρυφακούω.2. (μτφ.) προσηλώνομαι για να αντιληφθώ, να κατανοήσω κάτι: ~ονται τις ανάγκες και τα προβλήματα των πολιτών. Πβ. συναισθάνομαι, συνειδητοποιώ. [< μεσν. αφουγκράζομαι]
ακροώμαι
ακροώμαι [ἀκροῶμαι] α-κρο-ώ-μαι ρ. (μτβ.) {ακρο-άσαι ...| ακροάστηκε} (επίσ.) 1. ακούω προσεκτικά: Το δικαστήριο ~άται τον μάρτυρα.2. ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. (για υψηλά ιστάμενα πρόσωπα) δέχομαι κάποιον σε ακρόαση: Η Αρχή ~άται διοικήσεις/νόµιµους εκπροσώπους υπηρεσιών ή οργανισµών.3. ΙΑΤΡ. (σπάν.) (για ήχο του σώματος) ακροάζομαι: Ο γιατρός ~άται συστολικό φύσημα. [< 1: αρχ. ἀκροῶμαι]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.