αχινός [ἀχινός] α-χι-νός ουσ. (αρσ.): ΖΩΟΛ. μικρό θαλάσσιο ασπόνδυλο ζώο, που ανήκει στα εχινόδερμα (τάξη Echinoidea), με μαλακό σώμα, το οποίο περιβάλλεται από σφαιρικό αγκαθωτό όστρακο: αβγά ~ού. Βλ. λύχνος του Αριστοτέλη. [< μεσν. αχινός]
αχινοσαλάτα [ἀχινοσαλάτα] α-χι-νο-σα-λά-τα ουσ. (θηλ.): ΜΑΓΕΙΡ. σαλάτα με κύριο συστατικό αβγά αχινού, περιχυμένα με λάδι και λεμόνι. Βλ. -σαλάτα.
λύχνος
λύχνος λύ-χνος ουσ. (αρσ.) 1. (λόγ.-ΑΡΧΑΙΟΛ.) λυχνάρι: πήλινος/χάλκινος ~. ~οι προϊστορικής περιόδου. Βλ. καντήλα.2. (επιστ.-ιδ. ΧΗΜ.) συσκευή που χρησιμοποιείται ως θερμαντική πηγή, παράγοντας φλόγα με καύση αερίου ή αιθυλικής αλκοόλης· αποτελεί βασικό εργαστηριακό όργανο: (μεταλλικός κυλινδρικός σωλήνας με φλόγιστρο:) ~ Bunsen με στρόφιγγα (: ~ υγραερίου/φωταερίου ή φυσικού αέριου). Πβ. γκαζάκι, καμινέτο.|| (Γυάλινος/μεταλλικός) ~ οινοπνεύματος.3. ΙΧΘΥΟΛ. ψάρι της τάξης των περκόμορφων (επιστ. ονομασ. Uranoscopus scaber), με μεγάλα μάτια στο πάνω μέρος του κεφαλιού, το οποίο ζει σε αμμώδεις βυθούς και συνηθίζει να κρύβεται μέσα στην άμμο για να αιφνιδιάσει τη λεία του. Βλ. πατόψαρο.|| (ΜΑΓΕΙΡ.) ~ βραστός. ● ΣΥΜΠΛ.: λύχνος του Αριστοτέλη: ΖΩΟΛ. όργανο μάσησης των αχινών στη μέση της κοιλιακής τους χώρας, το οποίο μοιάζει με στόμα και φέρει πέντε κωνικά δόντια. [< 1: αρχ. λύχνος 2: αγγλ. burner, lamp 3: μτγν. ~]
-σαλάτα
-σαλάτα: επίθημα για τον σχηματισμό ουσιαστικών με αναφορά στη σαλάτα: αβγο~/αγγουρο~/αχινο~/γαριδο~/ζαμπονο~/καβουρο~/καππαρο~/καροτο~/κοτο~/λαχανο~/μακαρονο~/μαρουλο~/μελιτζανο~/ντοματο~/παντζαρο~/πατατο~/ρεβιθο~/σπανακο~/ταραμο~/τονο~/τυρο~/φακο~/χαβιαρο~/χορτο~.|| Φρουτο~.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.