αχρωμία [ἀχρωμία] α-χρω-μί-α ουσ. (θηλ.) 1. απουσία χρώματος ή έντονων χρωματικών διαφορών και γενικότ. διαφοροποιήσεων: η ~ των διαμαντιών.|| (μτφ.) Υφολογική ~. Βλ. ουδετερότητα.2. ΙΑΤΡ. απουσία φυσιολογικού χρώματος, κυρ. στο δέρμα, εξαιτίας ασθένειας, μωλώπων ή/και συναισθηματικής έντασης. Βλ. αλφισμός, δυσχρωμία, λευκοδερμία, μελάγχρωση, ωχρότητα, -χρωμία. [< μεσν. αχρωμία 'αναίδεια' 2: γαλλ. achromie, αγγλ. achromia]
αλφισμός
αλφισμός [ἀλφισμός] αλ-φι-σμός ουσ. (αρσ.): ΙΑΤΡ. εκ γενετής ολική ή μερική έλλειψη της φυσιολογικής χρωστικής του σώματος (σε μαλλιά, δέρμα, οφθαλμούς) σε ανθρώπους και ορισμένα ζώα, λόγω διαταραχής στη σύνθεση της μελανίνης. Βλ. α-, δυσ-χρωμία, λευκοδερμία, -ισμός. ΣΥΝ. αλμπινισμός, λευκισμός [< γαλλ. albinisme]
ουδετερότητα
ουδετερότητα [οὐδετερότητα] ου-δε-τε-ρό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ιδιότητα του ουδέτερου: απόλυτη ~. Αξιολογική/δημοσιονομική/επιστημονική/θρησκευτική/πολιτική/στρατιωτική/φορολογική ~. Η ~ του διαδικτύου/της τεχνολογίας. Ηθική ~ και αμεροληψία.|| Η χώρα τήρησε στάση αυστηρής ~ας (: απέφυγε κάθε ανάμειξη) κατά τη διάρκεια του πολέμου (ΑΝΤ. παρεμβατισμός). Βλ. -ότητα. [< γαλλ. neutralité]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.