αύλακα [αὔλακα] αύ-λα-κα ουσ. (θηλ.) & (λόγ.) αύλακας (ο) 1. (επίσ.) αυλάκι: αποστραγγιστικός/αρδευτικός ~ας. Διάνοιξη/επίχωση ~α. ~ες παροχέτευσης (υδάτων).|| (ΩΚΕΑΝ.) Υποθαλάσσια/ωκεάνια ~. Πβ. λεκάνη. Βλ. βύθισμα, τάφρος.2. ΤΕΧΝΟΛ. τομή στην επιφάνεια εξαρτήματος, συσκευής ή κατασκευής που εξυπηρετεί τη λειτουργία του: Οι ~ες της τροχαλίας. Σωλήνας που φέρει ~ες. Βλ. αυλάκωση, εντομή.3. ΑΝΑΤ. λεπτή ράβδωση στην επιφάνεια του εγκεφάλου, πτύχωση σε μαλακό ιστό: κροταφική/νευρική ~. Ελικοειδείς ~ες.|| Κολποκοιλιακή ~ (: που διαχωρίζει τους κόλπους της καρδιάς). Οι ~ες του δέρματος (βλ. ρυτίδες). [< 1: αρχ. αὖλαξ, αγγλ. trough 3: γαλλ. sillon]
αυλάκωση
αυλάκωση [αὐλάκωση] αυ-λά-κω-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΓΕΩΛ. σχηματισμός αυλακιών στην επιφάνεια της γης και ειδικότ. γραμμωτή διαμόρφωση εδάφους με σχισμές λόγω διάβρωσης, ρηγμάτων. 2. {συνήθ. στον πληθ.} ράβδωση, χαραγματιά, αυλακιά: ~ώσεις δίσκων/ελαστικών/κιόνων.|| ~ώσεις του προσώπου (βλ. ρυτίδες).3. ΒΙΟΛ. σειρά διαδοχικών μιτωτικών διαιρέσεων του γονιμοποιημένου ωαρίου (ζυγωτού) σε μικρότερα κύτταρα. Βλ. οντογένεση. ΣΥΝ. κατάτμηση (2) [< 1,2: γαλλ. cannelure 3: αγγλ. cleavage]
βύθισμα
βύθισμα βύ-θι-σμα ουσ. (ουδ.) {βυθίσμ-ατα} 1. & βυθισμός βύθιση σε υγρό: ~ στο νερό.|| (μτφ.) ~βύθισμα του ήλιου στη θάλασσα. Πβ. καταβύθιση.2. ΝΑΥΤ. το τμήμα σκάφους που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας: μέγιστο/πρυμναίο/πρωραίο ~. Ιστιοφόρο με μικρό ~. Βλ. εκτόπισμα, ίσαλος (γραμμή).3. ΓΕΩΛ. μέρος του φλοιού της Γης που βρίσκεται χαμηλότερα από τις περιοχές που το περιβάλλουν: τεκτονικό ~. Ιζηματογένεση στα ~ατα. Βλ. τάφρος.4. ΤΕΧΝΟΛ. βύθιση αυτοκινήτου: ~ βαλβίδων. [< 1: μτγν. βυθισμός 2: γαλλ. tirant (d'eau) 3: αγγλ. depression]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.