Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • βάθρο βά-θρο ουσ. (ουδ.) 1. υπερυψωμένη βάση στήριξης μιας κατασκευής: μαρμάρινο/ξύλινο/πέτρινο ~. ~ αγάλματος/αψίδας/γέφυρας (βλ. ακρό-, μεσό-βαθρο)/κίονα (= πεσσός). Βαθμιδωτό ~ αρχαίου ναού (πβ. κρηπίδα). Πβ. (υπο)στήριγμα.|| (μτφ.) Η δικαιοσύνη είναι το ~ (= θεμέλιο) της δημοκρατίας. Πβ. υπόβαθρο. 2. ΑΘΛ. εξέδρα σε τρία επίπεδα διαφορετικού ύψους (με το ψηλότερο στο κέντρο), όπου ανεβαίνουν για την απονομή των μεταλλίων oι τρεις πρώτοι νικητές ενός αθλήματος· συνεκδ. καθεμία από τις τρεις πρώτες θέσεις: το ~ των Ολυμπιακών Αγώνων. Πβ. έδρα, πόντιουμ.|| Στόχος του είναι το ~. Μια ανάσα από το ~ βρέθηκε η ομάδα. Η απόδοσή του τον έφερε στο υψηλότερο σκαλί του ~ου. Βλ. -θρο. ● ΦΡ.: εκ βάθρων (λόγ.): (ως επίθ.) πλήρης, ριζικός· (ως επίρρ.) εντελώς, ολοκληρωτικά, συθέμελα: ~ ~ ανοικοδόμηση του κτιρίου.|| (μτφ.) ~ ~ αλλαγές/αναδιοργάνωση. Ανανέωση ~ ~ (πβ. σε βάθος).|| Η τεχνολογία άλλαξε ~ ~ (= εκ θεμελίων) τον τρόπο εργασίας. ΣΥΝ. άρδην, έπεσε από το βάθρο του: έχασε την πρώτη θέση και κατ' επέκτ. το κύρος, την καλή του φήμη ή τη μεγάλη εκτίμηση που του έτρεφαν. Βλ. βάραθρο, εκθρονίζω, εκπαραθυρώνω. [< αρχ. βάθρον]

ακρο- & ακρό-

ακρο- & ακρό- α' συνθετικό λέξεων που αναφέρεται 1. στο έσχατο ή το υψηλότερο σημείο: ακρο-βούνι/~βλάσταρο/~θαλασσιά/~ποταμιά. Ακρό-πρωρο.|| Aκρο-φοβία. 2. ΙΑΤΡ. στα άκρα του σώματος ή στο ακραίο σημείο ενός οργάνου: ακρο-δάχτυλο/~μεγαλία.

βάραθρο

βάραθρο βά-ρα-θρο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -άθρου} (λόγ.) 1. απότομο, βαθύ ρήγμα του εδάφους· γκρεμός, χαράδρα: εξερεύνηση ~ου. ~α και σπήλαια.|| (μτφ.) Το ~ των ανισοτήτων (= μεγάλο χάσμα). Βλ. -θρο. 2. (μτφ.) ολοκληρωτική καταστροφή ή το έσχατο σημείο μιας κατάστασης που χαρακτηρίζεται από ηθική κατάπτωση, διαφθορά: Οδηγείται στο ~ (= στην κατάρρευση, στον όλεθρο). Τους έριξαν/πέταξαν στο ~ (πβ. στον Καιάδα). Βλ. βάθρο.|| Γκρεμίστηκε/έπεσε/καταποντίστηκε/(κατρα)κύλησε/χάθηκε στο ~ (= στον βούρκο). [< αρχ. βάραθρον]

-θρο

-θρο (λόγ.) επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνει 1. ειδική κατασκευή και κατ' επέκτ. τόπο: βά~/βάρα~/μέλα~/ρεί~. 2. όργανο: έλκη~/κλεί~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.