Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • βάνδαλος , η, ο βάν-δα-λος επίθ./ουσ. {-ου (λόγ.) -άλου, οι λόγ. τ. ως ουσ., συνήθ. στον πληθ.}: που προκαλεί βανδαλισμούς: (ως ουσ., για πρόσ.) επέλαση/επιδρομή ~άλων. Στόχος ~άλων έγιναν αυτοκίνητα και μαγαζιά. ~οι κατέστρεψαν κοιμητήριο (βλ. ιερόσυλος)/μνημείο. Πβ. χούλιγκαν.|| (ως επίθ.) ~η: πράξη/συμπεριφορά. Πβ. απολίτιστος, ασεβής, βάρβαρος, βέβηλος. [< γαλλ. vandale]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.