Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • βάρβαρος , η, ο βάρ-βα-ρος επίθ. 1. βίαιος, σκληρός, απάνθρωπος: ~ος: κατακτητής. ~η: εισβολή/επίθεση/πράξη. ~ες: ποινές. ~α: εγκλήματα. Πβ. βάναυσος.|| (μτφ.) ~ες συνθήκες εργασίας (= άθλιες). 2. απολίτιστος, απαίδευτος, άξεστος: ~ος: λαός. Πβ. πρωτόγονος.|| ~η: συμπεριφορά. Βλ. τρισ~. ΑΝΤ. πολιτισμένος. ● Ουσ.: βάρβαρος (ο) {συνήθ. στον πληθ.}: συμμορία ~άρων. Πβ. βάνδαλος.|| (ΙΣΤ., στην αρχαιότητα· αυτός που δεν είχε ελληνική καταγωγή) Επιδρομές/ορδές ~άρων. ● επίρρ.: βάρβαρα ● ΣΥΜΠΛ.: βάρβαρη ώρα (προφ.): ακατάλληλη ή δύσκολη· συνήθ. πολύ πρωί, ξημερώματα ή πολύ αργά, μεσάνυχτα: Ξυπνάω κάθε μέρα στις πέντε το πρωί, ~ ~! Βλ. άγρια/βαθιά/μαύρα χαράματα. [< αρχ. βάρβαρος, γαλλ. barbare, αγγλ. barbarous]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.