Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • βάτραχος βά-τρα-χος ουσ. (αρσ.) {-ου (λόγ.) -άχου | σπάν. θηλ. βατραχίνα}: ΖΩΟΛ. γένος άνουρων τετράποδων αμφιβίων (οικογ. Ranidae) με λείο δέρμα, καλυμμένο με βλέννα, που μετακινούνται με άλματα χάρη στα ισχυρά και μακριά πίσω πόδια τους: πράσινος ~. Πόδια ~άχου (= βατραχοπόδαρα). Το κόασμα των ~άχων. Πβ. μπάκακας. Βλ. γυρίνος, δενδρο~, φρύνος. ● Υποκ.: βατραχάκι (το) [< αρχ. βάτραχος]

γυρίνος

γυρίνος[γυρῖνος] γυ-ρί-νος ουσ. (αρσ.): ΙΧΘΥΟΛ. υδρόβια προνύμφη των άνουρων αμφίβιων (βάτραχος, φρύνος), αποτελούμενη από κεφάλι, ουρά και εξωτερικά βράγχια. [< αρχ. γυρῖνος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.