Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • βέλος βέ-λος ουσ. (ουδ.) {βέλ-ους | -η, -ών} 1. λεπτή, μακρόστενη και συνήθ. ξύλινη ράβδος με συνήθ. μεταλλική αιχμή στο εμπρόσθιο άκρο της και φτερά στο οπίσθιο, η οποία εξακοντίζεται από τόξο προς συγκεκριμένο στόχο: δηλητηριασμένα ~η. Εκτόξευσε/έριξε/πέταξε το ~. Βλ. φαρέτρα.|| (μτφ.) Τον χτύπησαν τα ~η του έρωτα (= ερωτεύτηκε). ΣΥΝ. σαΐτα (2) 2. (κατ' επέκτ.) οτιδήποτε μοιάζει με βέλος και δηλώνει κατεύθυνση, φορά, συνεπαγωγή: διπλό/φωτεινό ~. ~ προς τα αριστερά (: αριστερό ~)/δεξιά/κάτω/πάνω. Σελιδοδείκτης/σηματοδότης σε σχήμα ~ους. Πινακίδα με ~. Ακολουθήστε τα ~η! Βλ. βελόνα, τόξο.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Πλήκτρα ~ους. Το ποντίκι γίνεται ~ στη οθόνη (βλ. κέρσορας).|| (ΜΗΧΑΝ.) ~ κάμψης δοκού. 3. ΑΣΤΡΟΝ. (με κεφαλ. Β) μικρός αστερισμός του Βόρειου Ημισφαιρίου. Βλ. Κύκνος, Λύρα.βελάκια (τα): νταρτς: μπιλιάρδο και ~., βέλη (τα) (μτφ.): μομφές, υπαινιγμοί: Εξακόντισε/εξαπέλυσε τα αιχμηρά/δηλητηριώδη/φαρμακερά ~ του κατά ... Πβ. αιχμές, βολές, πυρά. ● Υποκ.: βελάκι (το): στις σημ. 1, 2. ● ΣΥΜΠΛ.: κόκκινα βέλη: διάσημο ακροβατικό σμήνος της βρετανικής πολεμικής αεροπορίας. [< αγγλ. Red Arrows] , πάρθιο(ν) βέλος βλ. πάρθιος ● ΦΡ.: βέλη στη φαρέτρα (μτφ.): όπλα, λύσεις, διέξοδοι: Με όλα τα ~ ~ της θα παραταχθεί η ομάδα (: χωρίς απουσίες βασικών παικτών). Έχει κι άλλα ~ ~ της η ελληνική αντιπροσωπεία (: εναλλακτικές προτάσεις. Πβ. άσος στο μανίκι, χρυσή εφεδρεία)., εξ οικείων/εξ ιδίων τα βέλη (λόγ.): για ύπουλο χτύπημα ή κατηγορίες που δέχεται κάποιος, κυρ. χωρίς να το περιμένει, από πρόσωπα του περιβάλλοντός του, συνήθ. στενούς συνεργάτες., σαν βέλος/ρουκέτα/σαΐτα: πολύ γρήγορα: Έφυγε ~ ~ (= αστραπή, βολίδα, σφαίρα). [< πβ. γαλλ. comme une flèche] [< 1: αρχ. βέλος 2: αγγλ. arrow 3: γαλλ. Flèche]

βελόνα

βελόνα βε-λό-να ουσ. (θηλ.) {-ων κ. βελον-ών} & (λόγ.) βελόνη 1. μικρό λεπτό και στενόμακρο μεταλλικό αντικείμενο, με μυτερή άκρη και οπή στο άνω άκρο του για το πέρασμα κλωστής, το οποίο χρησιμοποιείται για ράψιμο και κέντημα: λεπτή/χοντρή ~. ~ες ραπτομηχανής. Το κεφάλι/η μύτη της ~ας. ~ες και μασουράκια. Έραψε το κουμπί/το σχισμένο ρούχο με ~. Τρύπησε το δάχτυλό της με τη ~. Δεν έχει πιάσει ~ στο χέρι της (= δεν έχει ράψει ποτέ της). Πβ. βελόνι, σακοράφα. Βλ. καρφίτσα. 2. (κατ' επέκτ.) αντικείμενο που μοιάζει με βελόνα, συνήθ. χωρίς οπή: ακίδα ~ας. ~ ελεύθερου σχεδίου. Αποτρίχωση με ~. (στον βελονισμό:) Τοποθέτηση ~ών στο σώμα.|| (ΙΑΤΡ.) Χειρουργικές ~ες ραφής εντέρων.|| (ΤΕΧΝΟΛ.) ~ βαλβίδας/τροφοδοσίας καυσίμου (: που ρυθμίζει την ποσότητα). Ρουλεμάν με ~ες. 3. ΙΑΤΡ. στενόμακρη σωληνοειδής μεταλλική ράβδος με αιχμηρό άκρο που προσαρμόζεται σε σύριγγα για εισαγωγή ή εξαγωγή υγρών από το σώμα: αποστειρωμένη/υποδερμική ~. Αφαίμαξη/παρακέντηση με ~. Μετάδοση ιού από μολυσμένη ~. ~ες για ενδοφλέβιες εγχύσεις. 4. το αιχμηρό άκρο βραχίονα σε συσκευή: ~ σεισμογράφου.|| (παλαιότ.) ~ γραμμοφώνου/πικάπ/φωνογράφου. 5. ΤΕΧΝΟΛ. δείκτης -συνήθ. με μορφή βέλους- σε όργανα μέτρησης ή προσανατολισμού: μαγνητική ~/η ~ της πυξίδας. ~ αμπερόμετρου/κοντέρ/πιεσόμετρου/ραδιοφώνου.βελόνες (οι) 1. οι δύο μακρόστενες μεταλλικές ή συνήθ. πλαστικές ράβδοι, με αμβλύ το άνω άκρο τους και μυτερό το κάτω, που χρησιμοποιούνται για το πλέξιμο. Βλ. βελονάκι. 2. ΒΟΤ. τα βελονοειδή φύλλα των κωνοφόρων: οι ~ες του πεύκου (= πευκοβελόνες). ● Υποκ.: βελονίτσα (η) ● ΦΡ.: κόλλησε η βελόνα 1. (μτφ.-ειρων.) για κάποιον που επαναλαμβάνει διαρκώς τα ίδια πράγματα και γίνεται κουραστικός. 2. (παλαιότ.-κυριολ.) στο πικάπ ή στο γραμμόφωνο., (γυρεύει/ψάχνει/ζητά) ψύλλους (/ψύλλο)/βελόνα (/βελόνες) στ' άχυρα βλ. άχυρο, δεν πέφτει καρφίτσα βλ. καρφίτσα, περνώ (κάτι) από την τρύπα/το μάτι της βελόνας βλ. τρύπα [< αρχ. βελόνη]

κύκνος

κύκνος κύ-κνος ουσ. (αρσ.) 1. ΟΡΝΙΘ. μεγαλόσωμο, υδρόβιο, μεταναστευτικό πτηνό (γένος Cygnus) που μοιάζει με χήνα και έχει χαρακτηριστικό μακρύ λαιμό και άσπρο συνήθ. φτέρωμα: λευκός/μαύρος ~. Βασιλικός/μικρός ~ (: είδη της Βόρειας Ευρώπης). Βλ. βουβόκυκνος.|| (μτφ.) Λαιμός ~ου (: όμορφος και ψηλόλιγνος). Βλ. ασχημόπαπο. 2. ΑΣΤΡΟΝ. (κ. με κεφαλ. το αρχικό Κ) αστερισμός του βορείου ημισφαιρίου, γνωστός και ως Βόρειος Σταυρός: το Άλφα του ~ου (: το φωτεινότερο αστέρι του). [< αρχ. κύκνος]

πάρθιος

πάρθιος, α, ο πάρ-θι-ος επίθ.: μόνο στο ● ΣΥΜΠΛ.: πάρθιο(ν) βέλος {συνήθ. στον πληθ.} (μτφ.-λόγ.): απροσδόκητο, αιφνιδιαστικό, ύπουλο χτύπημα, συνήθ. της τελευταίας στιγμής. [< μτγν. Πάρθιοι, αγγλ. Parthian]

φαρέτρα

φαρέτρα φα-ρέ-τρα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): θήκη για σαΐτες, βέλη: δερμάτινη ~.|| (συνήθ. μτφ.) Επικοινωνιακή/ιδεολογική ~. Έχει πολλά επιχειρήματα στη ~ του. Πβ. οπλοστάσιο. ● ΦΡ.: βέλη στη φαρέτρα βλ. βέλος [< αρχ. φαρέτρα]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.