βέλος βέ-λος ουσ. (ουδ.) {βέλ-ους | -η, -ών} 1. λεπτή, μακρόστενη και συνήθ. ξύλινη ράβδος με συνήθ. μεταλλική αιχμή στο εμπρόσθιο άκρο της και φτερά στο οπίσθιο, η οποία εξακοντίζεται από τόξο προς συγκεκριμένο στόχο: δηλητηριασμένα ~η. Εκτόξευσε/έριξε/πέταξε το ~. Βλ. φαρέτρα.|| (μτφ.) Τον χτύπησαν τα ~η του έρωτα (= ερωτεύτηκε). ΣΥΝ. σαΐτα (2) 2. (κατ' επέκτ.) οτιδήποτε μοιάζει με βέλος και δηλώνει κατεύθυνση, φορά, συνεπαγωγή: διπλό/φωτεινό ~. ~ προς τα αριστερά (: αριστερό ~)/δεξιά/κάτω/πάνω. Σελιδοδείκτης/σηματοδότης σε σχήμα ~ους. Πινακίδα με ~. Ακολουθήστε τα ~η! Βλ. βελόνα, τόξο.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Πλήκτρα ~ους. Το ποντίκι γίνεται ~ στη οθόνη (βλ. κέρσορας).|| (ΜΗΧΑΝ.) ~ κάμψης δοκού.3. ΑΣΤΡΟΝ. (με κεφαλ. Β) μικρός αστερισμός του Βόρειου Ημισφαιρίου. Βλ. Κύκνος, Λύρα. ● βελάκια (τα): νταρτς: μπιλιάρδο και ~., βέλη (τα) (μτφ.): μομφές, υπαινιγμοί: Εξακόντισε/εξαπέλυσε τα αιχμηρά/δηλητηριώδη/φαρμακερά ~ του κατά ... Πβ. αιχμές, βολές, πυρά. ● Υποκ.: βελάκι (το): στις σημ. 1, 2. ● ΣΥΜΠΛ.: κόκκινα βέλη: διάσημο ακροβατικό σμήνος της βρετανικής πολεμικής αεροπορίας. [< αγγλ. Red Arrows] , πάρθιο(ν) βέλος βλ. πάρθιος ● ΦΡ.: βέλη στη φαρέτρα (μτφ.): όπλα, λύσεις, διέξοδοι: Με όλα τα ~ ~ της θα παραταχθεί η ομάδα (: χωρίς απουσίες βασικών παικτών). Έχει κι άλλα ~ ~ της η ελληνική αντιπροσωπεία (: εναλλακτικές προτάσεις. Πβ. άσος στο μανίκι, χρυσή εφεδρεία)., εξ οικείων/εξ ιδίων τα βέλη (λόγ.): για ύπουλο χτύπημα ή κατηγορίες που δέχεται κάποιος, κυρ. χωρίς να το περιμένει, από πρόσωπα του περιβάλλοντός του, συνήθ. στενούς συνεργάτες., σαν βέλος/ρουκέτα/σαΐτα: πολύ γρήγορα: Έφυγε ~ ~ (= αστραπή, βολίδα, σφαίρα). [< πβ. γαλλ. comme une flèche] [< 1: αρχ. βέλος 2: αγγλ. arrow 3: γαλλ. Flèche]
βελόνα
βελόνα βε-λό-να ουσ. (θηλ.) {-ων κ. βελον-ών} & (λόγ.) βελόνη 1. μικρό λεπτό και στενόμακρο μεταλλικό αντικείμενο, με μυτερή άκρη και οπή στο άνω άκρο του για το πέρασμα κλωστής, το οποίο χρησιμοποιείται για ράψιμο και κέντημα: λεπτή/χοντρή ~. ~ες ραπτομηχανής. Το κεφάλι/η μύτη της ~ας. ~ες και μασουράκια. Έραψε το κουμπί/το σχισμένο ρούχο με ~. Τρύπησε το δάχτυλό της με τη ~. Δεν έχει πιάσει ~ στο χέρι της (= δεν έχει ράψει ποτέ της). Πβ. βελόνι, σακοράφα. Βλ. καρφίτσα.2. (κατ' επέκτ.) αντικείμενο που μοιάζει με βελόνα, συνήθ. χωρίς οπή: ακίδα ~ας. ~ ελεύθερου σχεδίου. Αποτρίχωση με ~. (στον βελονισμό:) Τοποθέτηση ~ών στο σώμα.|| (ΙΑΤΡ.) Χειρουργικές ~ες ραφής εντέρων.|| (ΤΕΧΝΟΛ.) ~ βαλβίδας/τροφοδοσίας καυσίμου (: που ρυθμίζει την ποσότητα). Ρουλεμάν με ~ες.3. ΙΑΤΡ. στενόμακρη σωληνοειδής μεταλλική ράβδος με αιχμηρό άκρο που προσαρμόζεται σε σύριγγα για εισαγωγή ή εξαγωγή υγρών από το σώμα: αποστειρωμένη/υποδερμική ~. Αφαίμαξη/παρακέντηση με ~. Μετάδοση ιού από μολυσμένη ~. ~ες για ενδοφλέβιες εγχύσεις.4. το αιχμηρό άκρο βραχίονα σε συσκευή: ~ σεισμογράφου.|| (παλαιότ.) ~ γραμμοφώνου/πικάπ/φωνογράφου.5. ΤΕΧΝΟΛ. δείκτης -συνήθ. με μορφή βέλους- σε όργανα μέτρησης ή προσανατολισμού: μαγνητική ~/η ~ της πυξίδας. ~ αμπερόμετρου/κοντέρ/πιεσόμετρου/ραδιοφώνου. ● βελόνες (οι) 1. οι δύο μακρόστενες μεταλλικές ή συνήθ. πλαστικές ράβδοι, με αμβλύ το άνω άκρο τους και μυτερό το κάτω, που χρησιμοποιούνται για το πλέξιμο. Βλ. βελονάκι.2. ΒΟΤ. τα βελονοειδή φύλλα των κωνοφόρων: οι ~ες του πεύκου (= πευκοβελόνες). ● Υποκ.: βελονίτσα (η) ● ΦΡ.: κόλλησε η βελόνα1. (μτφ.-ειρων.) για κάποιον που επαναλαμβάνει διαρκώς τα ίδια πράγματα και γίνεται κουραστικός. 2. (παλαιότ.-κυριολ.) στο πικάπ ή στο γραμμόφωνο., (γυρεύει/ψάχνει/ζητά) ψύλλους (/ψύλλο)/βελόνα (/βελόνες) στ' άχυρα βλ. άχυρο, δεν πέφτει καρφίτσα βλ. καρφίτσα, περνώ (κάτι) από την τρύπα/το μάτι της βελόνας βλ. τρύπα [< αρχ. βελόνη]
κύκνος
κύκνος κύ-κνος ουσ. (αρσ.) 1. ΟΡΝΙΘ. μεγαλόσωμο, υδρόβιο, μεταναστευτικό πτηνό (γένος Cygnus) που μοιάζει με χήνα και έχει χαρακτηριστικό μακρύ λαιμό και άσπρο συνήθ. φτέρωμα: λευκός/μαύρος ~. Βασιλικός/μικρός ~ (: είδη της Βόρειας Ευρώπης). Βλ. βουβόκυκνος.|| (μτφ.) Λαιμός ~ου (: όμορφος και ψηλόλιγνος). Βλ. ασχημόπαπο.2. ΑΣΤΡΟΝ. (κ. με κεφαλ. το αρχικό Κ) αστερισμός του βορείου ημισφαιρίου, γνωστός και ως Βόρειος Σταυρός: το Άλφα του ~ου (: το φωτεινότερο αστέρι του). [< αρχ. κύκνος]
πάρθιος
πάρθιος, α, ο πάρ-θι-ος επίθ.: μόνο στο ● ΣΥΜΠΛ.: πάρθιο(ν) βέλος {συνήθ. στον πληθ.} (μτφ.-λόγ.): απροσδόκητο, αιφνιδιαστικό, ύπουλο χτύπημα, συνήθ. της τελευταίας στιγμής. [< μτγν. Πάρθιοι, αγγλ. Parthian]
φαρέτρα
φαρέτρα φα-ρέ-τρα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): θήκη για σαΐτες, βέλη: δερμάτινη ~.|| (συνήθ. μτφ.) Επικοινωνιακή/ιδεολογική ~. Έχει πολλά επιχειρήματα στη ~ του. Πβ. οπλοστάσιο. ● ΦΡ.: βέλη στη φαρέτρα βλ. βέλος [< αρχ. φαρέτρα]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.